Όπως συμβαίνει παντού στον κόσμο έτσι και στη Νάξο δεν είναι εύκολο να
καταλάβεις και να αποδεχτείς το εύρος και το κύρος που συνεπάγεται μια
πολυσχιδής και πολυεπίπεδη προσωπικότητα όπως αυτή του Μανώλη Γλέζου. Όταν μάλιστα, ο Γλέζος, με την
παραδειγματική δράση του, μπόρεσε να αναδείξει και να εκφράσει περισσότερο από
κάθε άλλον σύγχρονο Έλληνα εκείνο το χαρακτηριστικό γνώρισμα που ο αείμνηστος
ιστορικός Νίκος Γ. Σβορώνος διέκρινε στον Ελληνικό Λαό: της αντίστασης, του
αγώνα εναντίον εκείνου που επιβουλεύεται την ιστορική και πολιτισμική ταυτότητά
του, είτε ο κίνδυνος προέρχεται από τον Οθωμανό και τον Ευρωπαίο της Ιερής
Συμμαχίας, είτε από τη θανάσιμη ναζιστική επιβουλή αλλά και από την εμφύλια
σύρραξη, είτε από τη Γερμανοκρατούμενη Ευρώπη.
Κι ακόμα πιο δύσκολο είναι να καταλάβει
κανείς, επειδή, στην περίπτωση του Μανώλη Γλέζου, δεν πρόκειται για έναν λαό με
την αφηρημένη και γενικόλογη σημασία του όρου, αλλά για πολύ συγκεκριμένους
ανθρώπους, για εκατομμύρια συγκεκριμένους ανθρώπους, όπως αυτοί που περιγράφονται
στις παρακάτω γραμμές από τον ίδιο το Μανώλη Γλέζο
«Πριν
από τις εκτελέσεις, πριν από κάθε μάχη, μαζευόμαστε και λέγαμε: Εάν εσύ ζήσεις,
μη με ξεχνάς. Εάν εσένα δε σε βρει το βόλι, όταν συναντάς ανθρώπους στο δρόμο,
θα λες καλημέρα κι από μένα. Κι όταν πίνεις κρασί θα πίνεις κι από μένα. Κι
όταν ακούς τον παφλασμό των κυμάτων, θα τον ακούς και για μένα. Κι όταν ακούς
τον άνεμο, να περνάει μέσα από τα φύλλα, κι ακούς το θρόισμα του ανέμου, θα το
ακούς και για μένα. Κι όταν χορεύεις, θα χορεύεις και για μένα»
Περί αυτού του Λαού πρόκειται. Για τον
Λαό τον αγωνιστή, που αρνήθηκε υπακοή και αντιστάθηκε στο Φασισμό και το
Ναζισμό, αλλά κυνηγήθηκε από την δική του Πολιτεία, βασανίσθηκε, γνώρισε
φυλακές και εξορίες, δεν γνώρισε δικαίωση. Για τον Λαό που κουβαλά στους ώμους
του ισχυρά ιστορικά και πολιτισμικά βιώματα που διαμορφώθηκαν και
μορφοποιήθηκαν στη διάρκεια αιώνων, που μπόρεσε να επιλέξει το εμείς από το εγώ
και να το υπαγορεύσει.
Οξυδερκής, και σ’ αντίθεση με το σύνολο των
συντρόφων του των «πριν τις εκτελέσεις και πριν τις μάχες», ο Μανώλης Γλέζος,
κι εδώ βρίσκεται το ιδιαίτερο και το ξεχωριστό της ιδιοσυστασίας του, κατανόησε
ότι για να υπάρξει η ανυπακοή και η αντίσταση απέναντι στον κατακτητή, στον
χειραγωγό, στον απαλλοτριωτή της ταυτότητας του Λαού, πρέπει να έχει καθολικό
χαρακτήρα. Διαφορετικά, δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας. Ότι το «πνεύμα του
Μετώπου» μπορεί να συνεχίζεται και να εξελίσσεται σε ανυπακοή και αντίσταση
μόνο από ένα σύνολο μικρών και μεγάλων πράξεων Ανωνύμων Ελλήνων. «Ανωνύμων»,
επειδή αυτές οι μικρές ή και μεγάλες δράσεις ούτε οργανωμένες υπήρξαν ούτε
εντάσσονταν στις ιδεολογικο-πολιτικές αναγκαιότητες και σκοπιμότητες της εποχής
εκείνης αλλά ούτε και της σύγχρονης, κι έτσι δεν καταγράφηκαν, δεν έγιναν
γνωστές, δεν αναγνωρίσθηκαν. Προχώρησε δηλαδή πέρα από τη δόξα που η φίλα
προσκείμενη αλλά και η αντίπαλη ιδεολογική και κομματική ταυτότητα του απέδιδαν
και του αναγνώριζαν.
Με το θάρρος που τον χαρακτήριζε ανέλαβε
την ευθύνη να σηκώσει μόνος το βαρύ φορτίο της εκ-προσώπησης ενός κόσμου, μιας
κοινωνίας εγκλωβισμένης στα γρανάζια της σύγχρονης ελληνικής πολιτείας, της
αδηφάγου, της ληστρικής και λεηλατικής, που επεδίωξε και ανάδειξε σε κανόνα
λειτουργίας και υπέρτατο αξίωμα του πολιτικού συστήματός της τη μετριοκρατία
και την κομματοκρατία. Μιας κοινωνίας που ουσιαστικά δεν εκπροσωπείτο στο
πολιτικό σύστημα κι ήταν υποχρεωμένη να πορεύεται χωρίς ουσιαστικό εναλλακτικό
πολιτικό πρόταγμα.
Είναι φανερό ότι από το Λαό αυτό έχει
αφαιρεθεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο εδράζεται η συγκρότησή του: η δυνατότητα
και η ικανότητά του να αυτοθεσμίζεται, να αποφασίζει δηλαδή για αυτό που πρέπει
να αποφασισθεί για τη ζωή του και το μέλλον αυτής της ζωής. Θα προστρέξει
λοιπόν, όπως θεωρεί ότι υπαγορεύεται από τις παραδόσεις και την ιστορία αυτού
του Λαού, στην πηγή αυτής της δυνατότητας, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στην
Κοινότητα, στον Τόπο.
Κι αυτή η «απόπειρα»* της Άμεσης
Δημοκρατίας, στη Νάξο, στ’ Απεράθου, λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο, στα τέλη της
δεκαετίας του 1980, κατά την οποία η «νόθα αστικοποίηση» και η εκκοσμικευμένη
λογική έχουν διεισδύσει και διαβρώσει πέρα τα μεγάλα αστικά κέντρα και τις
επαρχίες, μέχρι και τις πιο απομακρυσμένες και μικρές κοινότητες. Στην εποχή
που η ιστορική παράδοση του Τόπου βρίσκεται σε διαρκή υποχώρηση και
μετατρέπεται σε φολκλόρ με την αρωγή της κεντρικής κυβέρνησης και τη συνδρομή
τοπικών παραγόντων. Στην εποχή που ακμάζει η εσωτερική μετανάστευση και η
πληθυσμιακή αύξηση της Χώρας της Νάξου κατά 40% οφείλεται στην εγκατάσταση των κατοίκων των Χωριών,
κυρίως των ορεινών, στην Χώρα, την εποχή δηλαδή που από τα Χωριά αφαιρείται
μεγάλο μέρος από το ανθρώπινο κεφάλαιό τους. Στην εποχή που επιβάλλεται σχεδόν
για το σύνολο των νησιών ως μοναδική προοπτική και οικονομική λύση ο τουρισμός.
Στην εποχή όπου οι «μεγάλες αφηγήσεις» έχουν υποχωρήσει, και οι πολιτικοί
οραματισμοί κατανοούνται μόνο αν υπηρετούν τους λογής λογής επαρχιωτισμούς,
τους τοπικισμούς, τους τοπάρχες, τα μικροσυμφέροντά τους, που πλέον μπορούν να
εξυπηρετούνται όχι από την τοπική οικονομική παραγωγή αλλά από «προγράμματα»
της Ελληνικής Πολιτείας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η «απόπειρα» δηλαδή
επιχειρείται σ’ εχθρικό περιβάλλον.
Κι έτσι δεν είναι εύκολο να γίνει
κατανοητό, αυτή την εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, πώς είναι δυνατό
μια προσωπικότητα σαν αυτή του Μανώλη Γλέζου, αναγνωρισμένη από το παγκόσμιο
κομμουνιστικό στερέωμα, αναγνωρισμένη πλέον εθνικά, να εγκαταλείψει την
Κομμουνιστική αναγνώριση, το Εθνικό Κοινοβούλιο και την Ευρωβουλή, την
προοπτική να καταλάβει ανώτατο αξίωμα στην Χώρα του, για να αφιερωθεί στις
μικρές και πενιχρές δυνατότητες του τόπου του, της ιδιαίτερης πατρίδας του, της
Απειράνθου, η οποία στο εξής θα «επιστρέψει» επίσημα, με δική του πρωτοβουλία,
στην ονομασία που μας έχει παραδοθεί ιστορικά, Απεράθου.
Δεν είναι εύκολο να κατανοηθεί η επιλογή
της μικρής διάστασης, της μικρής κλίμακας, του Τόπου ως ιστορικής,
πολιτισμικής, οικονομικής και περιβαλλοντικής οντότητας, της κοινότητας, του
Κοινού ως πολιτικού προτάγματος, ως Αγορά ιδεών, ερωτημάτων, προβληματισμών,
όπου τα πάντα τίθενται και συζητούνται και οι συμμετέχοντες κάτοικοι
αποφασίζουν άμεσα για την επίλυση των ζητημάτων και των αναγκών που τους
απασχολούν και τους αφορούν.
Έτσι παραμένουμε σ’ ό,τι κατανοούμε: ο
Γλέζος πρώτος παρτιζάνος της Ευρώπης. Ο Γλέζος, ο κομμουνιστής, των φυλακίσεων
και των εξοριών, ο καταδικασμένος σε θάνατο. Ο Γλέζος, ο εθνικά αποδεκτός
ήρωας. Ο Γλέζος, Βουλευτής και Ευρωβουλευτής με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ο Γλέζος εκδότης. Ο
Γλέζος λογοτέχνης-ποιητής. Ο Γλέζος λαογράφος. Ο Γλέζος γεωλόγος. Κάποιοι
διέγνωσαν και τον θρησκευόμενο Γλέζο. Ο Γλέζος κοινοτάρχης στ’ Απεράθου. Ο
Νώλης …..
Όχι ότι όλα αυτά δεν ήταν σημαντικά και
σπουδαία …
Ο Γλέζος δεν υπήρξε οπαδός κάποιας θεωρίας
που εμπνέεται από τον κοινοτισμό. Ούτε φάνηκε να αντλεί από τα ιδεολογικά
οπλοστάσια του Αναρχισμού ή του Μαρξισμού. Ούτε υπήρξε θιασώτης της Ρόζας
Λούξεμπουργκ, του Κομμουνισμού των Συμβουλίων, του «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα»
και του Κορνήλιου Καστοριάδη. Δεν βρίσκουμε τις ιδεολογικοπολιτικές καταβολές
του στο «΄68». Κι η κομμουνιστική ανανέωση, όπως διαμορφώθηκε στην Ελλάδα κατά
τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, δεν προέταξε την Κοινότητα ως κυρίαρχη πολιτική
οντότητα. Έφθασε την Κοινότητα κινούμενος από τη βαθιά πίστη του ότι πηγή όλων
των εξουσιών είναι ο Λαός κι επομένως, αυτές, δεν ασκούνται απλώς υπέρ του Λαού
και στο όνομά του, αλλά από τον ίδιο το Λαό, ικανό να αποφασίζει για την ίδια
την πορεία του. Κι αυτή η «Πίστη» φαίνεται να θεμελιώνεται σε μια ιστορική
παράδοση που χάνεται στους αιώνες…..
Ωστόσο, όποια γνώμη κι αν έχετε διαμορφώσει
για το πείραμα της Άμεσης Δημοκρατίας που έλαβε χώρα στ’ Απεράθου πριν 30 και
πλέον χρόνια, θα πρέπει να δεχθείτε ότι άνθρωποι εγκατέλειψαν την απραξία και
την απάθειά τους και κινητοποιήθηκαν με όρους πολιτικής. Ότι χρήματα ήλθαν σ’
ένα χωριό που δεν ήταν από τα ευνοημένα της δημόσιας δαπάνης στη Νάξο. Ότι μια
κοινότητα απέδειξε πως μπορεί να καταρτίσει ευρωπαϊκά προγράμματα, και μάλιστα
«πιλοτικά», να τα εκτελέσει και να απορροφήσει κοινοτικούς πόρους. Ότι ένα
άλλος Λόγος ορθώθηκε σαν φραγμός στην εργαλειακή-μηχανιστική σκέψη, σχέση και
προσέγγιση, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της κοινότητας, που είχε
επιλεγεί και προωθείτο εκείνη την εποχή από τα κόμματα εξουσίας ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Ότι η πολιτική πήρε το δρόμο της επιστροφής της στην κοινωνία.
Θα πρέπει να δεχτούμε ότι είναι η πρώτη
φορά, απ’ όσο γνωρίζω, που στη Νάξο προτάθηκε ένα πρότυπο εξέλιξης που η πορεία
του επαφίεται στις ιστορικές και πολιτισμικές δυνατότητες και ικανότητες των
ανθρώπων του νησιού. Ότι προτάθηκε ένα πρότυπο ανάπτυξης που ως αφετηρία του
έχει το Τοπικό, που ξεκινά από τη μικρή κλίμακα για ν’ απλωθεί στο σύνολο της
νησιωτικής κοινωνίας, που ενεργοποιεί και εμπιστεύεται τη συσσωρευμένη γνώση
του τόπου, τις φυσικές και επίκτητες δεξιότητες των κατοίκων του. Κινητήρας
αυτού του προτύπου είναι η εδραιωμένη στην ιστορία του τόπου αλλά και στην
ιστορία της ανθρωπότητας πεποίθηση ότι οι Λαοί δημιουργούν την ιστορία τους και
είναι οι μόνοι ικανοί να διαμορφώνουν τους όρους για την λήψη των αποφάσεων που
τους αφορούν.
Ότι άνθρωποι ικανοί να προσδιορίζουν την
ιστορική και πολιτισμική τους ταυτότητα, να συμβιώνουν με το φυσικό περιβάλλον
τους, είναι ικανοί να αποφασίζουν άμεσα για ό,τι αφορά τις σχέσεις τους με την
κεντρική εξουσία, χωρίς τις διαμεσολαβήσεις που επιβάλλουν η λειτουργία των
κομμάτων και οι τοπικοί παράγοντες. Η Άμεση Δημοκρατία λοιπόν, αν έχω καταλάβει
σωστά, είναι η κατάσταση που προκύπτει από την ιστορική και πολιτιστική
μαθητεία και γνώση του τόπου και της φυσιογνωμίας των κατοίκων του. Δεν είναι
μόνο ή κυρίως αντίδραση στις πολιτικές πρακτικές του συγκεντροποιητικού και
ομογενοποιητικού συστήματος της κεντρικής εξουσίας και στο συνακόλουθο
εκφυλισμό του κοινωνικού ιστού. Είναι Λόγος και απάντηση στην τραυματική και
εκπίπτουσα νεοτερικότητα που καλύφθηκε, ενώ δεν όφειλε, κάποια χρόνια αργότερα,
κάτω από τις ονομασίες «Καποδίστριας», «Κλεισθένης», «Καλλικράτης».
Μια εμπειρία που μας φέρνει στη σκέψη τις
Αρχαίες Δημοκρατίες, τις Πόλεις του Μεσαίωνα, τα Εργατικά Συμβούλια, πριν και
μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα κοινωνικά κινήματα που διαμορφώθηκαν από
το «΄68» και δώθε. Μια εμπειρία που ανοίγει τη σκέψη και προκαλεί την κριτική
διάθεση.
Νάξος 23 Απριλίου
2020
Κωνσταντίνος Αντ. Κατσουρός
*«Απόπειρα» στ’
Απεράθου καλούσαν οι ασμυριγλάδες την
προσπάθεια που κατέβαλαν για να ανοίξουν στοά και να αρχίσουν την εξόρυξη της
σμύριδας.