Ο ΚΥΚΛΑΔΙΤΗΣ ΒΟΣΚΟΣ: Η περίπτωση στ’ Απεράθου της Νάξου.*, Σοφία Αντ. Κατσουρού



Εγώ παιδί μου, σου λέω να κάμεις
                    χίλια αρνιά και πρόβατα,
                       εσύ δεν θες; ν’ οργιά (ή τρίχα) να μην κάμεις





Κυρίες και Κύριοι, μ’ αυτή την παροιμία απ’ το χωριό μας, τ’ Απεράθου της Νάξου, θυμάμαι τον πατέρα μου ν’ αντιμετωπίζει πολλές φορές την απροθυμία των παιδιών του, στα πρώτα εφηβικά μας χρόνια, ν’ ακολουθήσουν κάποιες συμβουλές του.
    Γιατί βέβαια, εγώ σου λέω να κάμεις χίλια ζα και πρόβατα, σημαίνει, εγώ σου λέω τι πρέπει να γίνει για να προοδεύσεις, εσύ δεν θες, μην κάμεις τίποτα.
    Και βέβαια, σ’ εμάς τα παιδιά ήταν σαφές, τι σήμαινε στην απεραθίτικη παροιμία και στα χείλη του, «χίλια ζα και πρόβατα». Σήμαινε το περίφημο «χιλιάρμενο», δηλαδή κοπάδι κατσικιών και προβάτων, στο οποίο τη χιλιάδα είχαν φθάσει μόνο τα ζώα που αρμέγονταν, χωριστά θα έπρεπε να συνυπολογίσουμε τα μικρά, τα αρσενικά, κλπ. κλπ. Επομένως το «χιλιάρμενο» ήταν πραγματικά ένα πολύ μεγάλο κοπάδι, τελικά από 2.000 ή και 3.000 ζώα.
     Για τ’ Απεράθου το «χιλιάρμενο» σήμαινε όλα τα καλά του κόσμου, ένα «πλούτο», για μια άλλη εποχή βέβαια, και φυσικά δεν κατάφερναν να το αποκτήσουν όλοι οι βοσκοί: έμενε ονομαστός εκείνος που το αποκτούσε δυο και τρεις φορές!
    Ακόμα στο σπίτι μας ανάμεσα στις άλλες διηγήσεις κυκλοφορούσε η εξήγηση του προσωνύμιου «Αργουζίνα»,(1) που έφερε μια σεβαστή και πανέμορφη δέσποινα στ’ Απεράθου.
   Ήταν κόρη βοσκών,(2) όχι βέβαια των οποιωνδήποτε, αλλά αυτών που είχαν τα χιλιάρμενα – αυτές οι διηγήσεις παίρνουν πάντα τη διάσταση του παραμυθιού…. Όταν ήταν ακόμη πολύ μικρό κοριτσάκι, εκεί στις μάντρες των δικών της, στους Απίσω Τόπους, βρέθηκε ένας ξένος, ταξιδιώτης, ίσως κάποιος που είχε περάσει στις ανατολικές ακτές της Νάξου, όπου οι βοσκότοποι των Απεραθιτών, από τα απέναντι νησιά, κι εκεί η  μικρούλα με την ξεχωριστή ομορφιά τράβηξε την προσοχή του.
    - Τι όμορφο που είναι, είπε, είναι σαν τ’ αργούδελο!
    Το αργούδελο είναι το πιο μικρό, το πιο τρυφερό, που δεν έχει γεννήσει ακόμα, το πιο όμορφο κατσικάκι, και η μικρούλα που ονομαζόταν Ευδοκία, μετά απ’ αυτό, άκουγε σ’ όλη της τη ζωή, η Αργουζίνα!
    Μ’ όλα αυτά, θέλω να κάμω μια αναγκαία εξήγηση: πώς βρίσκομαι εδώ να μιλάω για τον Κυκλαδίτη βοσκό, και την ξεχωριστή περίπτωση του Απεραθίτη βοσκού, δημότης μεν Απεράθου Νάξου αλλά κάτοικος Αθηνών, άνθρωπος της πόλης και της Εκπαίδευσης, κι όχι της φύσης και της βοσκοσύνης.
    Ο πατέρας μου βέβαια, που χάρη στην αγάπη που έτρεφε και στην τιμή που απέδιδε σ’ αυτό τον παραδοσιακό αρχαϊκό κόσμο τ’ Απεραθιού, - μπορώ κι εγώ να πω δυο λόγια γι’ αυτό τον κόσμο, - δεν ήταν βοσκός. Ήταν φιλόλογος, εκπαιδευτικός, μελετητής της γλώσσας, της λαογραφίας, της ιστορίας, αλλά εγγονός, δισέγγονος, τρισέγγονος βοσκών στ’ Απεράθου. Η πορεία η δική του – τα παιδιά έφυγαν για να σπουδάσουν, για να «γίνουν άνθρωποι», κατά την κοινή έκφραση, - δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά σχεδόν τον κανόνα, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε ο μοναχογιός(3) του πρωτοβοσκού, ίσως του τελευταίου, ή ενός απ’ τους τελευταίους που έκαμε χιλιάρμενο, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.
    Κι έτσι είναι που σιγά σιγά μέχρι σήμερα, ενώ τ’ Απεράθου διατηρεί ακόμα πολλά από τα στοιχεία της παράδοσής του, παράλληλα ζει όχι μόνο την αλλοίωση του παραδοσιακού χαρακτήρα του αλλά και την ελάττωση των ανθρώπων που ασχολούνται με παραδοσιακές παραγωγικές λειτουργίες και κάποιοι αναρωτιούνται, θα ζήσει και την εξαφάνισή τους;
    Προς το παρόν, παράλληλα με τα ερωτήματα για το μέλλον, ακούς για παράδειγμα ότι τα κινητά τηλέφωνα έχουν φθάσει και στις μάντρες, και τέλος τέλος, ίσως εκεί, στην απομόνωση των απομακρυσμένων, ακόμη και σήμερα, περιοχών των βοοσκοτόπων, ίσως να βρίσκουν ουσιαστική χρήση!
    Η Νάξος, στο σύνολό της, φημιζόταν πάντα για την ποιότητα των κτηνοτροφικών της προϊόντων. Άλλωστε ο Ζας, το υψηλότερο βουνό της και ταυτόχρονα η υψηλότερη κορυφή των Κυκλάδων (1004 μ.), σύμφωνα με την αρχαία επιγρφή, είναι ΟΡΟΣ ΔΙΟΣ ΜΗΛΩΣΙΟΥ, δηλαδή λατρευόταν εκεί ο Δίας, ο προστάτης των «μήλων» δηλαδή των προβάτων.
    Στ’ Απεράθου, χωριό ορεινό, σκαρφαλωμένο στους ανατολικούς πρόποδες της βουνοσειράς των Φαναριών, οι κάτοικοι ήταν πάντα βοσκοί, καλλιεργητές της γης και σμυριδορύκτες.
   Ανάμεσα στους βοσκούς, υπήρχαν και υπάρχουν και σήμερα, οι κριβιτσολόγοι και οι πρωτοβοσκοί ή κεφαλοβοσκοί ή κεφαλομαντρίτες.
   Η πρώτη κατηγορία, οι κριβιτσολόγοι έχουν λίγα ζώα, τα κριβίτσικα, πέντε, δέκα το πολύ, τα βόσκουν οι ίδιοι, δεν τ’ αφήνουν ουσιαστικά ελεύθερα, στην άμεση περιφέρεια του χωριού, δηλαδή σε μια ακτίνα γύρω απ’ το χωριό, απ’ όπου σήμερα περνάει και ο αμαξωτός δρόμος, κι όπου κι εμείς οι άνθρωποι της πόλης μπορούμε με τα πόδια να έχουμε πρόσβαση.
    Το πρωί βγαίνουν στη βοσκή και το βράδυ επιστρέφουν στο χωριό, τα ζώα φυλάσσονται στο κατώι του σπιτιού.
    Εννοείται ότι το γάλα των πέντε-δέκα ζώων  δεν συνήθως αρκετό για να γίνει τυροκομειό κι έτσι οι κριβιτσολόγοι συνεργάζονται, «συναιτερίζονται», κάνουν μια «αυντροφιά» κατά την τοπική έκφραση, βάζουν μαζί το γάλα για να μπορέσει τυροκομειό, και μοιράζονται στη συνέχεια το τυρί.
    Η δεύτερη κατγορία οι πρωτοβοσκοί ή κεφαλοβοσκοί ή κεφαλομαντρίτες, είναι αυτοί που είχαν, έχουν τα μεγάλα κοπάδια. Πόσο μεγάλα;
    Η κορυφή ήταν το χιλιάρμενο – μέσα στο κοπάδι χίλια ζώα που αρμέγονταν.
    Στην πραγματικότητα δεν μιλάμε κάθε φορά για ένα βοσκό, αλλά για ολόκληρες οικογένειες βοσκών, πολυμελείς έτσι κι αλλιώς, υπάρχει λοιπόν η οικογενειακή παράδοση, που έχουν τις μάντρες τους είτε στο Φανάρι, στους προπόδες του οποίου βρίσκεται το χωριό, είτε πολύ περισσότερο στους λεγόμενους Απίσω Τόπους.
    Οι Απίσω Τόποι είναι Τόποι, περιοχές στην Ανατολική Νάξο κι είναι Απίσω σε σχέση με τη θέση του ίδιου του χωριού.
    Περιλαμβάνουν μια εξαιρετικά εκτεταμένη περιοχή από το Βορείο ως το Νότιο τμήμα του νησιού και κατά μήκος όλης της Ανατολικής ακτής, με βουνά κακοτράχαλα και επίσης με παραλίες, κάμπους και αμμουδιές μαγευτικές. Αν από τις ανατολικές παραλίες ανεβαίνεις προς τ’ Απεράθου, βλέπεις όχι μόνο ότι ακολουθείς ένα δρόμο φιδωτό στο βουνό, αλλά ότι ένα τείχος ουσιαστικά από βουνά χωρίζει τα ανατολικά παράλια και τους κάμπους τους από την ενδοχώρα στ’ Απεράθου. Τα πλευρά αυτών των βουνών, οι παράλιοι κάμποι και οι αμμουδιές είναι οι βοσκότοποι των Απεραθιτών στους Απίσω Τόπους. Οι Τόποι είναι άγριοι, δύσκολοι από τη φύση τους, δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο Κυκλαδίτικο τοπίο, και βέβαια οι μάντρες είναι πολύ μακριά απ’ το χωριό, χρειάζονταν τουλάχιστον τρεις ώρες με τα πόδια για ν’ ανέβουν, ακολουθώντας τις περισσότερες φορές το δρόμο του φεγγαριού, μέσα στη νύχτα, μια φορά την εβδομάδα ή και λιγότερο συχνά.
    Στις μάντρες, το κοπάδι περιλάμβανε κατσίκια και πρόβατα, αλλά και γουρούνια από τα οποία προμηθευόταν όλα τα σπίτια του χωριού το γουρούνι, που η κάθε οικογένεια εξέτρεφε όλο το χρόνο στο σπίτι, για να σφάξει τελικά τις Απόκριες μέσα σε ατμόσφαιρα γιορταστική. Ακόμα στη μάντρα είχαν και κότες, τα σκυλιά βέβαια για το κοπάδι και γαϊδούρια για τις δουλειές τους.
   Οι βοσκοί είχαν και άλλες δραστηριότητες, κατά βάθος ήταν και γεωργοί, αν συνυπολογίσει κανείς ότι για παράδειγμα στα βοσκοτόπια τους περιλαμβάνονταν πλευρά βουνών και κτήματα-λιοΰρια.
    Το λιομάζωμα λοιπόν ήταν δική τους δουλειά επίσης και οι ίδιοι ήταν οι πιο επιτήδειοι στο να φτιάχνουν τις ελιές που διατηρούνται στην άλμη.
    Άλλωστε αυτές οι ελιές ήταν κάτι βασικό στη διατροφή τους στις μάντρες που συνδύαζε το λιτό, με το ουσιαστικό κι επομένως ήταν εξαιρετική.
    Η διατροφή τους στηριζόταν πριν απ’ όλα στα δικά τους τα τυροκομικά προϊόντα, τις ελιές, τις πατάτες, το ψωμί που έφερναν απ’ το χωριό και ταυτόχρονα προμήθευαν το χωριό με την παραγωγή τους. Φυσικά, αφού μιλάμε για μάντρες κοντά στη θάλασσα, ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να πιάσουν γουπί και να το τηγανίσουν. Ακόμα επειδή πολλές φορές στη δουλειά τους είχαν για βοηθούς τους νησιώτες ήταν οι Κουφονησιώτες ή οι Δονουσώτες, ακριβώς απέναντι όλοι στους Απίσω Τόπους, οι νησιώτες τους προμήθευαν με χταπόδια ξεραμένα στον ήλιο που φυλάσσονταν για να χρησιμοποιηθούν σε κάθε ευκαιρία μέσα σε μεθύρες (πιθάρια = κιούπια).
   Μάντρα σημαίνει ολόκληρη την εγκατάσταση των βοσκών. Λέγεται και μαζωμός και μαντροκαθήσι. Με την ίδια λέξη εννοούν και το περιφραγμένο από πέτρες μέρος όπου βάζουν τα γιδοπρόβατα να τα’ αρμέξουν, αλλά και το περιεχόμενο, δηλαδή τα ζουλοπρόβατα.
    Το μαντροκαθήσι ή μάντρα αποτελείται από το προβόλι, ένα μεγάλο χωράφι, το μητάτο, λιθόχτιστο σπιτάκι όπου τυροκομούν και φυλάνε τα τυροκομικά σκεύη και προϊόντα και την αρμεόμαντρα όπου αρμέγουν τα γιδοπρόβατα.
    Η καθημερινότητά τους, ιδιαίτερα απ’ το Μάρτιο μέχρι τον Αύγουστο, ήταν η βοσκή, το άρμεγμα, το τυροκομειό.
    Στις μάντρες οι αρμοδιότητες είναι καθορισμένες: για παράδειγμα ο βοσκός, ο πιο μεγάλος, ο πιο έμπειρος, αυτός που διατάζει τους άλλους, είναι ο καπετάνιος της μάντρας. Συνήθως είναι και ο τυροκόμος. Υπάρχουν οι ριφοβοσκοί ή αρνοβοσκοί, ο προβατάρης, ο αργουδελοβοσκός, κλπ. Αυτός που αρμέγει τα πρόβατα είναι ο αρμεάτορας. Συρτάτορας, από το σύρω, είναι ο βοσκός που σέρνει τα γιδοπρόβατα μέσα στη μάντρα, πηγαίνοντάς τα κοντά στους αρμεχτάδες.
    Υπάρχει ακόμα ο στοχαστής, δηλαδή ο έξυπνος και έμπειρος βοσκός που μπορεί με μια ματιά, χωρίς μέτρημα, να καταλάβει αν λείπει ένα από τα γιδοπρόβατα του κοπαδιού του και ποιο.
    Εκείνος πάλι που ξυπνάει τη νύχτα με τον παραμικρό θόρυβο κι έτσι μπορεί να γλυτώσει το κοπάδι του από τους κλέφτες, λέγεται νοιωστής. Ο στοχαστής βοσκός έχει το στόχασμα, δηλαδή την ικανότητα να διακρίνει μ’ ένα κοίταγμα του κοπαδιού μήπως χάθηκε κανένα πρόβατο ή κατσίκι, κι ο νοιωστής έχει το νοίωσμα,  δηλαδή την ικανότητα να ξυπνάει εύκολα τη νύχτα.
    Οι βοσκοί που ενώνουν τα κοπάδιά τους, τα βόσκουνε μαζί και βοηθιούνται αναμεταξύ τους σ’ όλες τις δουλειές λέγονται σμίχτες ή συντρόφοι.
    Στ’ Απεράθου οι σμίχτες τυροκομούν όλοι μαζί το γάλα, χωρίς να το μετρούν ή να το δανείζει ο ένας στον άλλο με τη σειρά. ‘Όταν τελειώσει η εποχή του τυροκομειού, κάνουν το τυρί ίσα μερίδια, που τα λένε πάρτες, και παίρνει ο καθένας μια.
   Αυτό γινόταν ανεξάρτητα από τον αριθμό των γιδοπροβάτων που διέθετε κάθε σμίχτης. Έτσι, κι αν ο ένας έχει διακόσια κι ο άλλος εκατό, η πάρτη τους σε τυρί είναι η ίδια. Και τα μαλλιά τα κάνουν ίσα μερίδια κι εκείνα. Κάθε βοσκός που παίρνει πάρτη λέγεται παρτιδάτορας.
    Τα νεογέννητα όμως αρνιά και ρίφια δεν τα κάνουν πάρτες, παρά καθένας παίρνει εκείνα που γεννούν τα δικά του γιδοπρόβατα.
    Όταν το κοπάδι είναι μεγάλο και αυτοί που το έχουν είναι λίγοι και δεν προλαβαίνουν όλοι τη δουλειά, τότε βρίσκουν κάποιον που ξέρει τη βοσκοσύνη και δεν έχει δικά του γιδοπρόβατα. Τον παίρνουν και τους βοηθάει σ’ όλες τις δουλειές: στη βοσκή, στο άρμεγμα, στο τυροκομειό. Λέγεται κι αυτός βοσκός και γι’ αμοιβή του δίνουνε μια πάρτη τυρί και μαλλιά που είναι τόσες οκάδες, όσες και το μερίδιο καθενός από τους ιδιοκτήτες του κοπαδιού.
    Πραγματικά, οι συνήθειες που έχουν οι Απεραθίτες βοσκοί στη συνεργασία τους είναι μοναδικές και φανερώνουν πόσο εκτιμούν τον ανθρώπινο κόπο.
    Με τη λέξη τυροκομειό εννοούμε και την τέχνη και τα προϊόντα της τυροκομίας.
    Αυτά τα προϊόντα της τυροκομίας ήταν, είναι πραγματικά φημισμένα και μάλιστα σήμερα που η γευσιγνωσία, ή και το gourmet, έχει πάρει άλλες διαστάσεις, λέγεται πλέον ότι στη Νάξο αυτό που είναι εξαιρετικό, δεν είναι απλά κάποιες παραδοσιακές συνταγές φαγητών, όπως συμβαίνει με όλους τους τόπους, αλλά τα βασικά αυθεντικά της αυθεντικά της προϊόντα. Κυρίαρχη θέση σ’ αυτά τ’ αυθεντικά προϊόντα τα τυροκομικά.
    Τα τυριά μας έχουν όλο το βούτυρο και γι’ αυτό είναι παχειά και νόστιμα.
    Αξίζει να δοκιμάσετε το αρσενικό τυρί, το κεφαλοτύρι, το αθότυρο ‘η θυλικό τυρί, το ξινότυρο, τη μυζήθρα και την ξινομυζήθρα, καθώς και τον κομό και το τουλομοτύρι. Τα δύο τελευταία δεν βρίσκονται στο εμπόριο.
    Επειδή το γάλα της ζούλας, της κατσίκας, είναι αδύνατο, χρησιμοποιούν κατσικίσιο με πρόβειο γάλα μαζί.
     Είναι εντυπωσιακό και χαρακτηριστικό για τον κόσμο και την οικονομία μιας άλλης εποχής, ότι στη διαδικασία του τυροκομειού, πέρα από τα τυροκομικά προϊόντα, τίποτε δεν πάει χαμένο.
     Προηγείται πάντα το άρμεγμα πρωί και απόγευμα.
     Αν έχεις λίγο γάλα, ένα-δυο κιλά και δεν φτάνει για τίποτ’ άλλο, κάνεις την τζουάδα: βάνεις στο γάλα λίγη πυθιά βέβαια, κι έχεις μια «κρέμα», ένα πιατάκι έστω για κάποιον που του αρέσει.
     Αν έχεις πολύ γάλα και πηγαίνεις για κανονικό τυροκομειό, βράζεις το γάλα, το αφήνεις να κρυώσει κι έρχεται πάνω η μέλα – η τσίπη -  το καϊμάκι. Τη μαζεύεις με την κουτάλα.
     Τι το κάνεις; Το τρως κι είναι καταοληκτικό, σκέτο βούτυρο. Αν του βάλεις κι αλατάκι είναι θαύμα! Κι απάνω σε λίγο ψωμάκι είναι σπουδαία.
     Και τον τσίρο, τι τον κάνουμε;
     Ή τον πετάμε ή τον ανακατεύουμε με πίτουρο για τα γουρούνια και τις κότες.
     Εχθροί του κοπαδιού, της μάντρας, του τυροκομειού, οι αρρώστειες των ζώων, τα όρνια, το μάτιασμα και η κλεψιά.
     Πώς αντιμετωπίζονται;
     Πολλές φορές με γητειές – με ξόρκια. Σε κάποια απ’ αυτές πρωταγωνιστεί ο Άγιος Μάμας, προστάτης των ποιμένων. Εκκλησάκι και τοποθεσία με τα’ όνομά του υπάρχει στους Απίσω Τόπους.
     Η γητεία λοιπόν του Αγίου Μάμα: «Ευτός που θα την κάνει πρέπει να ‘ναι σκεφτικός και παστρικός και να μην σκουντάβγει.
     Η θάλασσα να μην είναι αγνάντια.
     Τα μεσάνυχτα με καινούρια σώρουχα.
     Περί Οκτωβρίου, άμα γεννούν τα κατσίκια και τα πρόβατα».

    «Ο άγιος Μάμαντας αρνί και ρίφιν ήθρεφε μέσα στ’ άγριο βουνί. Σε μαρμαρένια ούρνα το πότιζε και σ’ άργυρη κασσέλα το σώκλειζε και κατέβη το καλό πουλί και του το πήρε. Και ο άγιος Μάμαντας τραπέζι-ν-ήκαμε, κάλεσμα-ν-ήκαμε, κι όλοι οι αγίοι εκάτσασι και τρώασι και πίνασι και όλοι το Θεό-ν-εδοξάσασι κι ο άγιος Μάμαντας μηδέ τρώει, μηδέ πίνει, μόνο το Θεό δοξάζει. Κι ο Χριστός δεσπότης τον αρωτά: - Είντα ‘χεις άγις Μάμαντα; Μήδε τρως, μήδε πίνεις, μόνο το Θεό δοξάζεις.
     Αρνί και ρίφιν ήθρεφα μέσα στ’ αγριοβούνι. Σε μαρμαρένια ούρνα το πότιζα και σ’αργυρή κασσέλα το σώκλειζα και κατέβη το καλό πουλί και μου το πήρε.
     Ω του θάματος! Άγιε Μάμαντα! Και δεν ευρέθηκε ένας άνθρωπος βαφτισμένος κι απού τ’ άια (άγια) περασμένος να δέσει το καλό πουλί απού τη μύτη κι απού τα ποδάρια κι απού τα φτερά να μη μπορεί να φάει, μ’ ένα κλωνί κόκκινο μετάξι οπού να τόχουνε τρεις Μαριές κλωσμένο, απάρθενα κορίτσια, σ’ ένα κλωνί της αγριληάς οπού να ‘ναι μακριά από τη θάλασσα.
     Επά δένω όλοι τσοι δαίμονες και όλα τα φιλαδέλφια κι όλοι τσοι βιτσίλους, αδέρφια κι αξαδέρφια απ’ Ανατολή και Δύση απού τ’ αρνιά μου και τα ρίφια να φάσι και πέμπω τα στην Ανατολή».
     Τη γητειά την ήβγαλεν ο αφέντης ο Χριστός και δένουσι τα πουλιά, τα φιλαδέρφια και τσ’ αητοί.
     Ο μεγαλύτερος ωστόσο εχθρός η κλεψά. Κυκλοφορούσαν και τραγούδια σε βοσκούς κλέφτες:
                              Ανάθεμα σας και τσοι δυο, μα πιο
                                                              καλά τον ένα,
                              Καλέ που είχα ζωντανά, όσα χετε
                                                                  σφαμένα.
                               Εσύ ‘σαι απ’ όλοι τζοι βοσκοί ο πιο
                                                                   σαλεματάρης
                               Και τα παπούτσια του Χριστού να
                                                                   τάβρεις θα τα πάρεις!
   Λέγεται επίσης: Η ώρα του κλέφτη μετά τα μεσάνυχτα.
   Παράλληλα στ’ Απεράθου υπήρχαν οι τίμιοι κλέφτες. Η τοπική παράδοση λέει πως τίμιοι κλέφτες είναι εκείνοι που δεν κλέβουν μέσα στο χωριό τους, αλλά πηγαίνουν για κλεψιά στ’ άλλα χωριά και ιδίως στα Λιβάδια. Σ’ αυτές τις μακρινές επιχειρήσεις τους πολλές φορές εκτίθενται σε απίστευτα σοβαρούς κινδύνους, και τα κόλπα που χρησιμοποιούν είναι τόσο έξυπνα, που δίκαια προκαλούν το θαυμασμό των συγχωριανών τους.
    Ο κλέφτης όμως του οποίου η δραστηριότητα περιορίζεται μέσα στο χωριό, δεν έχει υπόληψη. Δεν είναι κλέφτης «καθώς πρέπει» κι αν πιαστεί, πρέπει να τιμωρηθεί πολύ αυστηρά! Αν όλα αυτά ακούγονται περίεργα για την αστική ζωή του 2001, ας θυμηθούμε τον Όμηρο, το Ω της Ιλιάδας και το θυμό του Πριάμου για τους γιους του που δεν αξίζουν τίποτα! Κλέβουν τ’ αρνιά και τα ρίφια από τους ανθρώπους του τόπου τους – είναι επιδήμιοι αρπακτήρες αρνών ηδ’ ερίφων. Το βάρος πέφτει στο επιδήμιοι.
    Η ζωοκλοπή λοιπόν θεωρείται από τους αρχαϊκούς Έλληνες -  γιατί με ελληνικό έθιμο έχουμε να κάνουμε, μεταφερμένο από τον ποιητή στην Τροία – επίμεμπτη μόνο όταν γίνεται μέσα στον ίδιο συνοικισμό. Αλλιώς η αρπαγή ζώων από άλλες περιοχές είναι βέβαια κάτι επικίνδυνο, όχι όμως και ατιμωτικό. Γενικά τη ληστεία σε ξένες χώρες την έβλεπαν στα χρόνια εκείνα πιο πολύ ως απόδειξη παλικαριάς και ικανότητας παρά φαυλότητας.
    Από τον Όμηρο λοιπόν και τους επιδήμιους αρπακτήρες, μέσα από τόσους αιώνες, ως τους «τίμιους κλέφτες» στ’ Απεράθου.
    Μήπως δεν είναι κοινός τόπος ότι ακριβώς η ποιμενική ζωή διασώζει τις παλαιότερες συνήθειες ενός τόπου και τα πιο παλιά γλωσσικά μνημεία, ακριβώς γιατί βρίσκεται μακριά από τα κέντρα κι έτσι πολύ λίγο επηρεάζεται απ’ αυτά;
     Γι’ αυτό και η μελέτη του ποιμενικού βίου μιας περιοχής έχει μεγάλη σημασία, κυρίως από άποψη γλωσσική, ιστορική, κοινωνική.
    Ποια μαρτυρία δίνει πραγματικά η γλώσσα των βοσκών στ’ Απεράθου για την καταγωγή, τις ξένες επιδράσεις, τις εχθρικές κατακτήσεις, το επίπεδο των ανθρώπων που τη μιλούν;
    Πρόκειται για ένα πλούσιο ποιμενικό λεξιλόγιο με θαυμαστή σαφήνεια, λεπτούς χρωματισμούς στα νοήματα, με εκπληκτικά σύνθετα – όπως τα ‘ψιμάρνια δηλαδή τα όψιμα αρνιά, η σπεραρμεά, η απογευματινή αρμεξιά, το ‘σπερόαλα, το γάλα της απογευματινής αρμεξιάς, η φυρροασπόρια, δηλαδή η κοκκινοπή, με άσπρη ουρά κατσίκα.
   Έχουν καταγραφεί περισσότερες από εκατό ονομασίες κατσικιών κι άλλες τόσες προβάτων που αναφέρονται στο τρίχωμα τους. Χωριστά πρέπει να υπολογίσουμε τις ονομασίες τις σχετικές με τα κέρατα, τ’ αυτιά, τα μαστάρια, τις σφραγίδες και τα κουδούνια.
    Κυρίως όμως είναι εξαιρετική η γλωσσική συνέχεια από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ανά τους αιώνες, έτσι όπως τη μαρτυρεί η ίδια η γλώσσα.
    Για  παράδειγμα πήζω το γάλα – είναι το αρχαίο ελληνικό πήγνυμι και πήσσω. Το άρμεγμα από το αμέλγειν. Το ρήμα, αρμέω, ήρμεξα, αρμεμένος, αντίθετο ανάρμεος. Ο τσίρος είναι ο κίρρος του Ησυχίου. Το τρεβόλι (ή τυροβόλι), δηλαδή το καλούπι από βούρλα όπου θέτουν τα τυριά, είναι, σαν λέξη, το ίδιο με το «τυροβόλιον» του Σχολιαστή του Αριστοφάνη και του Θεόκριτου. Σαν αντικείμενο, τα τρεβόλια είναι οι πλεκτοί τάλαροι του Ομήρου (Οδ.-ι-247).
     Το σμίξιμο – η συντροφιά, οι σμίχτες, προέρχονται από το σμίω/ αρχ. μείγνυμι.
     Πόσο παλιό και πόσο νέο, πόσο λόγιο και πόσο λαϊκό ταυτόχρονα το : στοχάζομαι τα ζα, ο στοχαστής, το στόχασμα! «Στοχάστηκα στο νεροποτίσι τα ζουλοπρόβατα και λείπει η μαυραφαδιά». Δηλαδή χωρίς να τα ετρήσω, βλέποντάς τα, είδα ποιο λείπει.
     Ακόμα το επίθετο μελίχλωρος («μελίχλωρο τυρί»= ούτε πολύ φρέσκο, ούτε πολύ ξερό) είναι αρχαίο, αναφέρεται στον Πλάτωνα, στο Θεόκριτο, και βέβαια εκεί αποδίδεται σε πρόσωπο, που έχει το χρώμα και την απαλότητα του μελιού.
     Ακόμα, μια γιορτή, η γιορτή «Τση Πληθερής», μας δείχνει πολλά για τη σχέση των βοσκών με όλο τον κόσμο, για τους φόβους τους και τις ανάγκες τους.
     Της Αναλήψεως, κάθε χρόνο, όσο γάλα αρμέξουν οι μάντρες, πρωί και απόγευμα, το μοιράζουνε στα παιδιά, αδιακρίτως και δωρεάν. Αυτό γίνεται για να πληθύνουν τα ζουλοπρόβατα και γι’ αυτό η ονομασία: τση πληθερής. Πρόκειται ουσιαστικά για μια θυσία για τη διατήρηση του γάλακτος των γαλακτοφόρων αιγοπροβάτων, γιατί πραγματικά από την εποχή αυτή, απότης Αναλήψεως, αρχίζει να χάνεται το γάλα.
    Όμως ίσως καλύτερα απ’ όλα για τη θέση του βοσκού σ’ αυτή την αρχαϊκή κοινωνία, μιλάει ένα παλιό απεραθίτικο τραγούδι,(4) δημοτικό τραγούδι, αφού ο ανώνυμος λαϊκός ποιητής τον συγκρίνει μ’ ένα βασιλιά, και στη σύγκριση επάνω, σε όλα τα σημεία κερδίζει ο βοσκός! Ας το ακούσουμε:
                            Ο βοσκός κι ο βασιλιάς βαρυοστοιχηματίσασι:
                            Είdα βάνεις, βασιλιά, να φιλήσω τη gερά;
                            Βάνω χίλια φουdουκλιά κι άλλα χίλια bιτζουκλιά, 
                            Βάνω τη βασίλισσα, τη χρουσοπολίτισσα.
                            Αμέ συ, μουρέ βοσκέ, είdα βάνεις στοίχημα;
                            Βάνω χίλια πρόβατα με τα’ αργυροκούδουνα.
                            ……………………………………………………………
                           
                            Κι όdες τα κατέβασεν ο βοσκός τα πρόβατα
                            Κάτω στα λακκώματα
                            Σέται ‘ης, σέτ’ ουρανός,
                            Σέται λίμνη και ιαλός,
                            Σέται κι βασίλισσα,
                            Η χρουσοπολίτισσα,
                            Θε μου και νάμου βόσκισσα,
                            Και νάμου τυροκόμισσα,
                            Νάμου του βοσκού ραβδί
                            Να κυνήσω το μαdρί,
                            Νάτρωα και το gομμό,
                            Να φιλούσα το βοσκό!

                    

                                                                                       



* Εισήγηση στην Ημερίδα με θέμα: Κυκλάδες- προτάσεις αειφορικής διαχείρισης, την Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2001, στα πλαίσια της Εβδομάδας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, 4-7 Οκτωβρίου 2001 με θέμα: Περιβάλλον και Αειφορική Διαχείριση. Δημοσιεύθηκε ήδη στην περιοδική έκδοση ΤΡΙΠΤΟΛΕΜΟΣ, τ. 20, Ιούνιος 2005, του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (6. 26-30).
  Θερμές ευχαριστίες στις κυρίες Σοφία Καραπάτη-Πιτυλάκη και Καλή Μπακάλου-Ζαφείρη, για τις πληροφορίες που μου έδωσαν.

1. Αργουζίνα: η Ευδοκία Νικολάου Μπάκαλου, σύζυγος του δασκάλου Εμμανουήλ Πρωτοπαπαδάκη, πρωτότοκου γιού του Πρωτόπαπα Απεράθου Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη. Απέκτησε τρεις γιούς, τον Πέτρο, τον πρωθυπουργό Πέτρο Πετροπαπαδάκη, τον Δημοσθένη και τον Νικόλα. Απετέλεσε υψηλό παράδειγμα ήθους για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε νεότατη και πανέμορφη το θάνατο του συζύγου της και στη συνέχεια την εκτέλεση του γιού της Πέτρου. Επίσης είναι από τις πρώτες γυναίκες τ’ Απεραθιού που ξενιτεύτηκε για να δουλέψει και να σπουδάσει τα παιδιά της. Μέχρι σήμερα η «(γ)ια(γ)ιά» η Αργουζίνα, αποτελεί σημείο αναφοράς για τα πολυπληθή εγγόνια και δυσέγγονα των ανηψιών της τόσο της πατρικής της οικογένειας όσο και της οικογένειας του συζύγου της. Είναι γνωστό ότι στην απεραθίτικη διάλεκτο η (γ)ια(γ)ια είναι η θεία και η λαλά είναι η γιαγιά.
2. Πρόκειται για την οικογένεια των Μπάκαλων, για τον Μπακαλονικόλα, τον Μπακαλοφλώριο, τον Μπακαλονικόλα, κλπ. Ο Μπακαλοφλώριος, μεγαλύτερος γιός του Μπακαλονικόλα και αδελφός της Αργουζίνας είναι ο κοινός πρόγονος ενός μεγάλου μέρους των Απεραθιτών σήμερα αφού απέκτησε έντεκα παιδιά, τρεις γιούς και οκτώ θυγατέρες. Ανηψιός του ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, ο γιατρός Δημήτριος Μπάκαλος, κι ανάμεσα στα δισέγγονά του ο Μανώλης Γλέζος, ο Δημήτριος Φραγκούλης, ο Βασίλης Σφυρόερας, ο Αντώνης Κατσουρός, ο Μιχάλης Εμμ. Μπαρδάνης.
3. Πρόκειται για τον συνταγματάρχη Φλώρο Μπάκαλο, γιο του Μπακαλονικόλα και της Δημαρχοσοφιάς, δηλαδή της Σοφίας της μεγαλύτερης κόρης του Δημήτρη Μπαρδάνη, Δημάρχου Απειρανθίας, ο οποίος σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρξε υπασπιστής του Ελευθέριου Βενιζέλου και κατά τη διάρκεια της αντίστασης ενάντια στους Ιταλογερμανούς αρχηγός του εφεδρικού ΕΛΑΣ στη Νάξο.
4. Έχει καταγραφεί από τον Αντ. Φλ. Κατσουρό γύρω στο 1930, σύμφωνα με την υπαγόρευση του ιερέως Πέτρου Παπαηλία.

Βιβλιογραφία

Γ. Ζευγώλη, Ποιμενικά της ορεινής Νάξου, Λαογραφία, τόμ.ΙΕ’, 1953 και Απεραθίτικα, 1, 1988.
Δ. Ζευγώλη-Γλέζου, Παροιμίες από την Απείρανθο της Νάξου, Λαογραφία-Παράρτημα, 1963.
Ι. Θ. Κακριδής, Ξαναγυρίζοντας στον Όμηρο, Θεσσαλονίκη 1971.
Αντ. Φλ. Κατσουρού, Αρνών ηδ’ ερίφων επιδήμιοι αρπακτήρες, Ναξιακόν Ημερολόγιον, 1, 1955 και Ναξιακά, 1,1985.
Αντ. Φλ. Κατσουρού, [ Ποιμενικά] Αν γραφικό υλικό.


Η πολιτισμική δυναμική των εορτασμών του 1821


 
Ο όρκος των Φιλικών του Νίκου Εγγονόπουλου

Η επέτειος της Επανάστασης του 1821 έχει κακοτυχίσει, καθώς τα 100 χρόνια συνέπεσαν με μια εθνική τραγωδία και τα 150 με μια δικτατορία.. . ακόμα μια εθνική καταστροφή!
Στα χρόνια της ιταλογερμανικής Κατοχής το 1821 ταυτίστηκε με τον απελευθερωτικό αγώνα που ονομάστηκε Αντίσταση. Σε συνθήκες κοινωνικών αγώνων οι φορείς των τελευταίων ανάδειξαν (σε βάρος της ιστορικής οντολογίας) τη λαϊκότητα της Επανάστασης και εκθείασαν εκ των υστέρων λαϊκούς ηγέτες σύμφωνα με τα δικά τους μέτρα και κριτήρια. Αλλά και η εξύμνηση των «ηρώων», τόσο ανόμοιων και τόσο συναιρούμενων σε μια φευγαλέα σύνθεση, δεν καταφέρνει να αποφύγει την κρατική μονοδιάστατη και ομογενοποιητική οπτική. Ειρήσθω εν παρόδω: αυτή η οπτική του νέου κράτους έχει τις ρίζες του σε καιρούς προεπαναστατικούς, πολέμησε στη συνέχεια εναντίον της επανάστασης και, τελικά, καθόρισε τη φύση και το χαρακτήρα του νέου ελληνικού κράτους.
Παρατηρώ ότι ο επικείμενος εορτασμός της επετείου αυτού του «παλίμψηστου» που συνθέτει το 1821 τρομάζει, γιατί μπορεί να προσφέρει έδαφος σε τυφλούς κοινωνικούς ή και κομματικο-πατριωτικούς σπασμούς. Έτσι συμβαίνει κάθε φορά που η «υπεραναπληρωτική» εσωτερίκευση της Ιστορίας συνεπάγεται συμπεριφορές που δεν είναι υποχρεωτικά ανώδυνες και εθιμοφρονικές. Τότε η Ιστορία ως διανοητική στάση, αν όχι ως επιστήμη, κάτι έχει χάσει: την πολιτισμική δυναμική της! Διαμορφώνεται κατ' αυτό τον τρόπο μια προσέγγιση της ιστορίας ως χρονολόγιο, μια ιστορία με παράθεση ονομάτων χωρίς περιεχόμενο πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών διεργασιών, μια ιστορία εντέλει χωρίς πολιτική και χωρίς κοινωνία.
Δεν ελπίζω ότι τη φορά αυτή, στις συνθήκες της υποβάθμισης και φτωχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, της εκχώρησης εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, τα πράγματα θα είναι καλύτερα και ότι το 1821 θα εορταστεί με την τιμή, τον ενθουσιασμό, αλλά και τον αναστοχασμό και τη νηφαλιότητα που αξίζει στην ιδρυτική πράξη του σύγχρονου ελληνικού κράτους, η οποία ταυτόχρονα υπήρξε ένα κορυφαίο δημοκρατικό γεγονός για όλο τον κόσμο.
Για τους ίδιους τους Ευρωπαίους και την Ευρώπη, που ασφυκτιούσαν κάτω από την αυταρχικότητα και τον ολοκληρωτισμό της Ιερής Συμμαχίας και του πρωτοστάτη της Μέτερνιχ. Αλλά και για την Ανατολή, την οθωμανοκρατούμενη, για τους λαούς της Μικράς Ασίας, της Μέσης Ανατολής και των ακτών της μεσογειακής Αφρικής!

Κωνσταντίνος Αντ. Κατσουρός

Για τον Μανώλη Γλέζο αναστοχασμός.




Όπως συμβαίνει παντού στον κόσμο έτσι και στη Νάξο δεν είναι εύκολο να καταλάβεις και να αποδεχτείς το εύρος και το κύρος που συνεπάγεται μια πολυσχιδής και πολυεπίπεδη προσωπικότητα όπως αυτή του  Μανώλη Γλέζου. Όταν μάλιστα, ο Γλέζος, με την παραδειγματική δράση του, μπόρεσε να αναδείξει και να εκφράσει περισσότερο από κάθε άλλον σύγχρονο Έλληνα εκείνο το χαρακτηριστικό γνώρισμα που ο αείμνηστος ιστορικός Νίκος Γ. Σβορώνος διέκρινε στον Ελληνικό Λαό: της αντίστασης, του αγώνα εναντίον εκείνου που επιβουλεύεται την ιστορική και πολιτισμική ταυτότητά του, είτε ο κίνδυνος προέρχεται από τον Οθωμανό και τον Ευρωπαίο της Ιερής Συμμαχίας, είτε από τη θανάσιμη ναζιστική επιβουλή αλλά και από την εμφύλια σύρραξη, είτε από τη Γερμανοκρατούμενη Ευρώπη.
    Κι ακόμα πιο δύσκολο είναι να καταλάβει κανείς, επειδή, στην περίπτωση του Μανώλη Γλέζου, δεν πρόκειται για έναν λαό με την αφηρημένη και γενικόλογη σημασία του όρου, αλλά για πολύ συγκεκριμένους ανθρώπους, για εκατομμύρια συγκεκριμένους ανθρώπους, όπως αυτοί που περιγράφονται στις παρακάτω γραμμές από τον ίδιο το Μανώλη Γλέζο   

«Πριν από τις εκτελέσεις, πριν από κάθε μάχη, μαζευόμαστε και λέγαμε: Εάν εσύ ζήσεις, μη με ξεχνάς. Εάν εσένα δε σε βρει το βόλι, όταν συναντάς ανθρώπους στο δρόμο, θα λες καλημέρα κι από μένα. Κι όταν πίνεις κρασί θα πίνεις κι από μένα. Κι όταν ακούς τον παφλασμό των κυμάτων, θα τον ακούς και για μένα. Κι όταν ακούς τον άνεμο, να περνάει μέσα από τα φύλλα, κι ακούς το θρόισμα του ανέμου, θα το ακούς και για μένα. Κι όταν χορεύεις, θα χορεύεις και για μένα»

      Περί αυτού του Λαού πρόκειται. Για τον Λαό τον αγωνιστή, που αρνήθηκε υπακοή και αντιστάθηκε στο Φασισμό και το Ναζισμό, αλλά κυνηγήθηκε από την δική του Πολιτεία, βασανίσθηκε, γνώρισε φυλακές και εξορίες, δεν γνώρισε δικαίωση. Για τον Λαό που κουβαλά στους ώμους του ισχυρά ιστορικά και πολιτισμικά βιώματα που διαμορφώθηκαν και μορφοποιήθηκαν στη διάρκεια αιώνων, που μπόρεσε να επιλέξει το εμείς από το εγώ και να το υπαγορεύσει.
    Οξυδερκής, και σ’ αντίθεση με το σύνολο των συντρόφων του των «πριν τις εκτελέσεις και πριν τις μάχες», ο Μανώλης Γλέζος, κι εδώ βρίσκεται το ιδιαίτερο και το ξεχωριστό της ιδιοσυστασίας του, κατανόησε ότι για να υπάρξει η ανυπακοή και η αντίσταση απέναντι στον κατακτητή, στον χειραγωγό, στον απαλλοτριωτή της ταυτότητας του Λαού, πρέπει να έχει καθολικό χαρακτήρα. Διαφορετικά, δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας. Ότι το «πνεύμα του Μετώπου» μπορεί να συνεχίζεται και να εξελίσσεται σε ανυπακοή και αντίσταση μόνο από ένα σύνολο μικρών και μεγάλων πράξεων Ανωνύμων Ελλήνων. «Ανωνύμων», επειδή αυτές οι μικρές ή και μεγάλες δράσεις ούτε οργανωμένες υπήρξαν ούτε εντάσσονταν στις ιδεολογικο-πολιτικές αναγκαιότητες και σκοπιμότητες της εποχής εκείνης αλλά ούτε και της σύγχρονης, κι έτσι δεν καταγράφηκαν, δεν έγιναν γνωστές, δεν αναγνωρίσθηκαν. Προχώρησε δηλαδή πέρα από τη δόξα που η φίλα προσκείμενη αλλά και η αντίπαλη ιδεολογική και κομματική ταυτότητα του απέδιδαν και του αναγνώριζαν.
    Με το θάρρος που τον χαρακτήριζε ανέλαβε την ευθύνη να σηκώσει μόνος το βαρύ φορτίο της εκ-προσώπησης ενός κόσμου, μιας κοινωνίας εγκλωβισμένης στα γρανάζια της σύγχρονης ελληνικής πολιτείας, της αδηφάγου, της ληστρικής και λεηλατικής, που επεδίωξε και ανάδειξε σε κανόνα λειτουργίας και υπέρτατο αξίωμα του πολιτικού συστήματός της τη μετριοκρατία και την κομματοκρατία. Μιας κοινωνίας που ουσιαστικά δεν εκπροσωπείτο στο πολιτικό σύστημα κι ήταν υποχρεωμένη να πορεύεται χωρίς ουσιαστικό εναλλακτικό πολιτικό πρόταγμα.
     Είναι φανερό ότι από το Λαό αυτό έχει αφαιρεθεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο εδράζεται η συγκρότησή του: η δυνατότητα και η ικανότητά του να αυτοθεσμίζεται, να αποφασίζει δηλαδή για αυτό που πρέπει να αποφασισθεί για τη ζωή του και το μέλλον αυτής της ζωής. Θα προστρέξει λοιπόν, όπως θεωρεί ότι υπαγορεύεται από τις παραδόσεις και την ιστορία αυτού του Λαού, στην πηγή αυτής της δυνατότητας, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στην Κοινότητα, στον Τόπο.
    Κι αυτή η «απόπειρα»* της Άμεσης Δημοκρατίας, στη Νάξο, στ’ Απεράθου, λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, κατά την οποία η «νόθα αστικοποίηση» και η εκκοσμικευμένη λογική έχουν διεισδύσει και διαβρώσει πέρα τα μεγάλα αστικά κέντρα και τις επαρχίες, μέχρι και τις πιο απομακρυσμένες και μικρές κοινότητες. Στην εποχή που η ιστορική παράδοση του Τόπου βρίσκεται σε διαρκή υποχώρηση και μετατρέπεται σε φολκλόρ με την αρωγή της κεντρικής κυβέρνησης και τη συνδρομή τοπικών παραγόντων. Στην εποχή που ακμάζει η εσωτερική μετανάστευση και η πληθυσμιακή αύξηση της Χώρας της Νάξου κατά 40% οφείλεται  στην εγκατάσταση των κατοίκων των Χωριών, κυρίως των ορεινών, στην Χώρα, την εποχή δηλαδή που από τα Χωριά αφαιρείται μεγάλο μέρος από το ανθρώπινο κεφάλαιό τους. Στην εποχή που επιβάλλεται σχεδόν για το σύνολο των νησιών ως μοναδική προοπτική και οικονομική λύση ο τουρισμός. Στην εποχή όπου οι «μεγάλες αφηγήσεις» έχουν υποχωρήσει, και οι πολιτικοί οραματισμοί κατανοούνται μόνο αν υπηρετούν τους λογής λογής επαρχιωτισμούς, τους τοπικισμούς, τους τοπάρχες, τα μικροσυμφέροντά τους, που πλέον μπορούν να εξυπηρετούνται όχι από την τοπική οικονομική παραγωγή αλλά από «προγράμματα» της Ελληνικής Πολιτείας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η «απόπειρα» δηλαδή επιχειρείται σ’ εχθρικό περιβάλλον.
    Κι έτσι δεν είναι εύκολο να γίνει κατανοητό, αυτή την εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, πώς είναι δυνατό μια προσωπικότητα σαν αυτή του Μανώλη Γλέζου, αναγνωρισμένη από το παγκόσμιο κομμουνιστικό στερέωμα, αναγνωρισμένη πλέον εθνικά, να εγκαταλείψει την Κομμουνιστική αναγνώριση, το Εθνικό Κοινοβούλιο και την Ευρωβουλή, την προοπτική να καταλάβει ανώτατο αξίωμα στην Χώρα του, για να αφιερωθεί στις μικρές και πενιχρές δυνατότητες του τόπου του, της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Απειράνθου, η οποία στο εξής θα «επιστρέψει» επίσημα, με δική του πρωτοβουλία, στην ονομασία που μας έχει παραδοθεί ιστορικά, Απεράθου.
    Δεν είναι εύκολο να κατανοηθεί η επιλογή της μικρής διάστασης, της μικρής κλίμακας, του Τόπου ως ιστορικής, πολιτισμικής, οικονομικής και περιβαλλοντικής οντότητας, της κοινότητας, του Κοινού ως πολιτικού προτάγματος, ως Αγορά ιδεών, ερωτημάτων, προβληματισμών, όπου τα πάντα τίθενται και συζητούνται και οι συμμετέχοντες κάτοικοι αποφασίζουν άμεσα για την επίλυση των ζητημάτων και των αναγκών που τους απασχολούν και τους αφορούν.
    Έτσι παραμένουμε σ’ ό,τι κατανοούμε: ο Γλέζος πρώτος παρτιζάνος της Ευρώπης. Ο Γλέζος, ο κομμουνιστής, των φυλακίσεων και των εξοριών, ο καταδικασμένος σε θάνατο. Ο Γλέζος, ο εθνικά αποδεκτός ήρωας. Ο Γλέζος, Βουλευτής και Ευρωβουλευτής με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ο Γλέζος εκδότης. Ο Γλέζος λογοτέχνης-ποιητής. Ο Γλέζος λαογράφος. Ο Γλέζος γεωλόγος. Κάποιοι διέγνωσαν και τον θρησκευόμενο Γλέζο. Ο Γλέζος κοινοτάρχης στ’ Απεράθου. Ο Νώλης …..
    Όχι ότι όλα αυτά δεν ήταν σημαντικά και σπουδαία …
    Ο Γλέζος δεν υπήρξε οπαδός κάποιας θεωρίας που εμπνέεται από τον κοινοτισμό. Ούτε φάνηκε να αντλεί από τα ιδεολογικά οπλοστάσια του Αναρχισμού ή του Μαρξισμού. Ούτε υπήρξε θιασώτης της Ρόζας Λούξεμπουργκ, του Κομμουνισμού των Συμβουλίων, του «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» και του Κορνήλιου Καστοριάδη. Δεν βρίσκουμε τις ιδεολογικοπολιτικές καταβολές του στο «΄68». Κι η κομμουνιστική ανανέωση, όπως διαμορφώθηκε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, δεν προέταξε την Κοινότητα ως κυρίαρχη πολιτική οντότητα. Έφθασε την Κοινότητα κινούμενος από τη βαθιά πίστη του ότι πηγή όλων των εξουσιών είναι ο Λαός κι επομένως, αυτές, δεν ασκούνται απλώς υπέρ του Λαού και στο όνομά του, αλλά από τον ίδιο το Λαό, ικανό να αποφασίζει για την ίδια την πορεία του. Κι αυτή η «Πίστη» φαίνεται να θεμελιώνεται σε μια ιστορική παράδοση που χάνεται στους αιώνες…..
    Ωστόσο, όποια γνώμη κι αν έχετε διαμορφώσει για το πείραμα της Άμεσης Δημοκρατίας που έλαβε χώρα στ’ Απεράθου πριν 30 και πλέον χρόνια, θα πρέπει να δεχθείτε ότι άνθρωποι εγκατέλειψαν την απραξία και την απάθειά τους και κινητοποιήθηκαν με όρους πολιτικής. Ότι χρήματα ήλθαν σ’ ένα χωριό που δεν ήταν από τα ευνοημένα της δημόσιας δαπάνης στη Νάξο. Ότι μια κοινότητα απέδειξε πως μπορεί να καταρτίσει ευρωπαϊκά προγράμματα, και μάλιστα «πιλοτικά», να τα εκτελέσει και να απορροφήσει κοινοτικούς πόρους. Ότι ένα άλλος Λόγος ορθώθηκε σαν φραγμός στην εργαλειακή-μηχανιστική σκέψη, σχέση και προσέγγιση, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της κοινότητας, που είχε επιλεγεί και προωθείτο εκείνη την εποχή από τα κόμματα εξουσίας ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Ότι η πολιτική πήρε το δρόμο της επιστροφής της στην κοινωνία.
    Θα πρέπει να δεχτούμε ότι είναι η πρώτη φορά, απ’ όσο γνωρίζω, που στη Νάξο προτάθηκε ένα πρότυπο εξέλιξης που η πορεία του επαφίεται στις ιστορικές και πολιτισμικές δυνατότητες και ικανότητες των ανθρώπων του νησιού. Ότι προτάθηκε ένα πρότυπο ανάπτυξης που ως αφετηρία του έχει το Τοπικό, που ξεκινά από τη μικρή κλίμακα για ν’ απλωθεί στο σύνολο της νησιωτικής κοινωνίας, που ενεργοποιεί και εμπιστεύεται τη συσσωρευμένη γνώση του τόπου, τις φυσικές και επίκτητες δεξιότητες των κατοίκων του. Κινητήρας αυτού του προτύπου είναι η εδραιωμένη στην ιστορία του τόπου αλλά και στην ιστορία της ανθρωπότητας πεποίθηση ότι οι Λαοί δημιουργούν την ιστορία τους και είναι οι μόνοι ικανοί να διαμορφώνουν τους όρους για την λήψη των αποφάσεων που τους αφορούν.
    Ότι άνθρωποι ικανοί να προσδιορίζουν την ιστορική και πολιτισμική τους ταυτότητα, να συμβιώνουν με το φυσικό περιβάλλον τους, είναι ικανοί να αποφασίζουν άμεσα για ό,τι αφορά τις σχέσεις τους με την κεντρική εξουσία, χωρίς τις διαμεσολαβήσεις που επιβάλλουν η λειτουργία των κομμάτων και οι τοπικοί παράγοντες. Η Άμεση Δημοκρατία λοιπόν, αν έχω καταλάβει σωστά, είναι η κατάσταση που προκύπτει από την ιστορική και πολιτιστική μαθητεία και γνώση του τόπου και της φυσιογνωμίας των κατοίκων του. Δεν είναι μόνο ή κυρίως αντίδραση στις πολιτικές πρακτικές του συγκεντροποιητικού και ομογενοποιητικού συστήματος της κεντρικής εξουσίας και στο συνακόλουθο εκφυλισμό του κοινωνικού ιστού. Είναι Λόγος και απάντηση στην τραυματική και εκπίπτουσα νεοτερικότητα που καλύφθηκε, ενώ δεν όφειλε, κάποια χρόνια αργότερα, κάτω από τις ονομασίες «Καποδίστριας», «Κλεισθένης», «Καλλικράτης».
    Μια εμπειρία που μας φέρνει στη σκέψη τις Αρχαίες Δημοκρατίες, τις Πόλεις του Μεσαίωνα, τα Εργατικά Συμβούλια, πριν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα κοινωνικά κινήματα που διαμορφώθηκαν από το «΄68» και δώθε. Μια εμπειρία που ανοίγει τη σκέψη και προκαλεί την κριτική διάθεση.

Νάξος 23 Απριλίου 2020
                                                                    Κωνσταντίνος  Αντ. Κατσουρός


*«Απόπειρα» στ’ Απεράθου  καλούσαν οι ασμυριγλάδες την προσπάθεια που κατέβαλαν για να ανοίξουν στοά και να αρχίσουν την εξόρυξη της σμύριδας.


Ένα Καλοκαίρι στο Διασορίτη


Ένα Καλοκαίρι στο Διασορίτη(1)

Με την αιγίδα του Τομέα Αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.  

 
Ο Ιστορικός Όμιλος Νάξου ΑΡΣόΣ, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Τραγαίας και η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου συνδιοργανώνουν στο Χαλκεί της Νάξου έξι συν ένα (6+1) μαθήματα για τη βυζαντινή Νάξο: Διοίκηση, οικονομία, κοινωνία και τέχνη, μέσα από τις μαρτυρίες των μνημείων της κεντρικής Νάξου (Σαγκρή, Χαλκεί, Μονή, Δανακός, Απεράθου).



                                                                                                                           Μνήμη
Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου,
Νικολάου Δρανδάκη,
Γεωργίου Δημητροκάλλη, Νίκου Κεφαλληνιάδη

και τιμή
Μυρτάλης Αχειμάστου-Ποταμιάνου,
Χρυσούλας Σταυρινού-Μπαλτογιάννη
και Σταύρου Μπαλτογιάννη

Στα 1932 ο Νίκος Καλογερόπουλος έκπληκτος ανακάλυπτε τριάκοντα πέντε άγνωστους βυζαντινούς ναούς στη Νάξο! Ανακοίνωσε τα ευρήματά του στην Αρχαιολογική Εταιρεία, τον Φεβρουάριο του 1932, και, στη συνέχεια, η ανακοίνωση δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. «Σημαντική αληθώς δια την τέχνην δύναται να θεωρηθή η ύπαρξις μεγάλου πλήθους βυζαντινών ναό εν μία μόνη νήσω» – γράφει. «Και μάλιστα, όταν οι ναοί είναι κατάγραφοι από παλαιοτάτας βυζαντινάς τοιχογραφίας (…) η αποκάλυψις αγνώστων καταγράφων ναών εν Νάξω δύναται να θεωρηθή σπουδαιοτάτη, και μάλιστα ακόμη περισσότερον, εάν ληφθή υπ’ όψιν ο χαρακτήρ, το πλήθος, αι πολλαί χρονικαί περίοδοι, η διάταξις, οι ζωγράφοι και η τεχνική των έργων τούτων». Και λίγο παρακάτω «Ένας νέος αληθώς αγροτικός Μυστράς, πολύ παλαιότερος, απλούται προ ημών εν ερημίαις και όρεσιν με τον απλοϊκόν αυτού χωρικόν χαρακτήρα (…)». Έκτοτε, Ναξιώτες λόγιοι και άλλοι, άκριτα, επαναλαμβάνουν τα του «Μυστρα»! και προσθέτουν σχέδια περί βυζαντινού πάρκου κ. ά.(2)
    Δεν πρόκειται για  ένα νησιώτικο αγροτικό Μυστρά, για τον απλούστατο λόγο ότι όταν διαμορφωνόταν και εξελισσόταν η ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Νάξο, στο Αιγαίο, ο Μυστράς δεν υπήρχε καν, ούτε σαν υποψία ούτε σαν όνειρο! Υπήρξε ατυχής για τα χρόνια που ακολούθησαν η «έμπνευση» του Νίκου Καλογερόπουλου, γιατί αν για την εποχή του είχε την αιτία της και την αξία της – ο Μυστράς, τότε,  είχε γίνει ήδη «γνωστός» - στις μέρες μας δεν έχει καμιά δικαιολογία η επανάληψή της.(3) Και επειδή «οι ναοί κατοικούν στα χωριά και στην ύπαιθρο, στα πεδινά, στα παραθαλάσσια, και στα ορεινά μέρη»  δεν υπάρχει λόγος για κατασκευή «βυζαντινού πάρκου» αλλά για μια πολιτική ικανή να συλλάβει το χώρο και την ιστορικότητά του. Μάλλον, όλ’ αυτά, μαρτυρούν την αδυναμία των εγχώριων λογίων αλλά και των Ναξίων γενικότερα να αποτιμήσουν και να εκτιμήσουν το εύρος του πολιτισμικού θησαυρού τον οποίο διαθέτουν, με τον οποίο έχουν την τύχη να συμβιώνουν και να συνδιαλέγονται! Ειδικά σ’ αυτά τα τελευταία εντοπίζεται το πρόβλημα.
    Δεν είναι ανάλογη όμως η στάση και η θέση των Ναξίων επιστημόνων απέναντι στην βυζαντινή ιστορία τους, στον πολιτισμό και στο παρελθόν του νησιού τους. O έγκριτος Νάξιος βυζαντινολόγος Γεώργιος Μαστορόπουλος γράφει: «Η νήσος Νάξος […] κατέχει σημαντικότατη θέση στο πλαίσιο της βυζαντινής τέχνης λόγω μεγάλου αριθμού ναών, κυρίως τοιχογραφημένων, αναγόμενων στους πρώιμους, μέσους και ύστερους βυζαντινούς χρόνους. Η πυκνότητα αυτή δεν παρατηρείται σε κανένα άλλο νησί του Αιγαίου. Η Νάξος υπερέχει και αυτής ακόμα της Κρήτης ως προς τη χρονική έκταση που καταλαμβάνουν τα σωζόμενα μνημεία της. Καμιά άλλη περίοδος στην μακραίωνη ιστορία του νησιού δεν έχει αφήσει τόσο πολλές και τόσο σημαντικές μνημειακές μαρτυρίες όσο η βυζαντινή. Ιδιαίτερα ο ζωγραφικός διάκοσμος συνιστά ένα εντυπωσιακό φαινόμενο μέσα στον ελλαδικό αλλά και στον ευρύτερο χώρο. Με τον πλούτο αυτό δίνεται σαφώς η εντύπωση ότι το νησί είχε τότε εξέχουσα θέση στην περιοχή του Αρχιπελάγους, γεγονός που προκύπτει και από επιγραφικές μαρτυρίες […]».(4)
  Αλλά και η λαμπρή βυζαντινολόγος Μυρτάλη Αχειμάστου Ποταμιάνου έρχεται να επιβεβαιώσει και να ενδυναμώσει τις τοποθετήσεις του Γ. Μαστορόπουλου: «Η Νάξος, γράφει, η μεγάλη κεντρική των Κυκλάδων νήσος, […] με το μνημειακό παρόν της να κρατεί δυνατή στον αιώνα την πνοή των χρόνων που πέρασαν. Είναι από τους λίγους τόπους της ελληνικής επικράτειας που είχαν το προνόμιο να διατηρήσουν σε τόση έκταση τα ιερά τους. Ανάμεσά τους, πολυάριθμες βυζαντινές εκκλησίες και περισσότερο εξωκκλήσια «κατοικούν» στα χωριά και στην ύπαιθρο, στα πεδινά, στα παραθαλάσσια και στα ορεινά μέρη. Με την αρχιτεκτονική, τις τοιχογραφίες, τα γλυπτά και τις επιγραφές που διασώζουν συνθέτουν αδιατίμητη ακόμη στο σύνολο εικόνα της παλαιοχριστιανικής και της βυζαντινής εποχής του νησιού. […] «Σήμαντρα», «μαντατοφόροι», με αλλεπάλληλες ζωγραφίσεις σε αδιάκοπη συνέχεια από τον 7ο ως τον 14ο αιώνα, οι ναοί της Νάξου σωζόμενοι σε μεγάλο αριθμό «κρατούνε τη μορφή του αγέρα / ενώ ο αγέρας έφυγε» (Γ. Σεφέρης, Τρία κρυφά ποιήματα, Αθήνα 1966, σ. 25, 33)».(5)
    Το μνημειακό αυτό σύνολο, ναοί, ζωγραφικός διάκοσμος, επιγραφές, από μόνο του, αποτελεί την «εγκυρότερη ιστορική μαρτυρία»(6) και μας επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι η Νάξος δεν έπαψε να κατέχει σημαντική θέση στο διοικητικό, εκκλησιαστικό, οικονομικό αλλά και καλλιτεχνικό πεδίο μεταξύ των νησιών του Κυκλαδικού συμπλέγματος αλλά και μεταξύ των επαρχιών της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι την άλωση της από τις συνασπισμένες δυτικές δυνάμεις (σταυροφορικά στρατεύματα) στα 1204.(7) Επιπλέον, οι επιγραφικές μαρτυρίες στον επισκοπικό ναό της Πρωτοθρόνου για τους κτήτορες και τους επώνυμους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες της Νάξου (1052), αναβαθμισμένη στο στρατιωτικό (τούρμα) και στο εκκλησιαστικό πεδίο, επιτρέπουν να συνδεθεί η δημογραφική, οικονομική, κοινωνική και καλλιτεχνική άνθιση με την ίδρυση του θέματος του Αιγαίου και την παρουσία στρατηγού στο νησί.
     Επιβιώσεις ελληνικών και ρωμαϊκών ονομάτων, τοπωνυμίων και η ιστορική σήμανση της περιοχής μαρτυρούν την συνεχή κατοίκηση της Κεντρικής Νάξου.  Μας οδηγούν στην υπόθεση ότι η οικιστική σύνθεση και οργάνωση  της Κεντρικής Νάξου - ιδιαίτερα στην Τραγαία και στ’ Απεράθου - εκτός από τα χωρία, δηλαδή ένα σύνολο κατοικιών που έχουν γύρω τους τα χωράφια και τα αγροκτήματα, περιελάμβανε και τις κτήσεις όπου «αι καθέδραι πολλαί και των οικητόρων αι οικήσεις διεσπαρμέναι και αλλήλων πολύ αποδιηρημέναι ετύγχανον, όπου δηλαδή του εκάστου κτησίδιον έκειτο».(8) 
       Να σημειωθεί ότι η αγιογράφηση των ναών μαρτυρά ενίοτε  τον απόηχο που φτάνει στη Νάξο από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της κεντρικής και υψηλής πολιτιστικής ζώνης, της Κωνσταντινούπολης κυρίως, χωρίς βέβαια να φτάνουν ποτέ στο επίπεδό της, καθώς όλη αυτή η τέχνη που προσλαμβάνεται υλοποιείται στην επαρχία με τον κλειστό, συντηρητικό χαρακτήρα της.(9)
    Στην περίοδο της Λατινοκρατίας, στην περιοχή της κεντρικής Νάξου οι φράγκικες επιδράσεις είναι δυσδιάκριτες έως και ανύπαρκτες και η διαπίστωση αυτή μπορεί να μαρτυρά  μια αφυπνισμένη ορθόδοξη, αν όχι εθνική, συνείδηση.(10)   
    Στην ευρύτερη περιοχή της Τραγαίας, ο μεγάλος σε σχέση με την περιορισμένη εδαφική έκταση, αριθμός ναών, μαρτυρά ότι η περιοχή μπορεί να αποτελούσε τόπο λατρείας για τους εγχώριους κοπιαστές καλλιεργητές στη διάρκεια των ιστορικών χρόνων, από την πρωτοβυζαντινή εποχή έως και ……..
     Μ’ αυτές τις επισημάνσεις αναλάβαμε, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Τραγαίας και ο Ιστορικός Όμιλος Νάξου ΑΡΣόΣ, - με την επιστημονική συνδρομή του Καθηγητού του Παν/μίου Αθηνών κ. Γιώργου Πάλλη και την αρωγή της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, - την πρωτοβουλία να διοργανώσουμε στο Χαλκεί (2-5 Αυγούστου 2018) την εκπαιδευτική-επιστημονική δράση (έξη συν ένα, 6+1, μαθήματα) με θέμα: οικονομία, κοινωνία, διοίκηση και τέχνη στη Βυζαντινή Νάξο, μέσα από τις μαρτυρίες των μνημείων της κεντρικής Νάξου (Σαγκρή, Χαλκεί, Μονή, Δανακός, Απεράθου).
    Η πρωτοβουλία αυτή αποτελεί αναμφίβολα θετική εξέλιξη για τα πολιτιστικά δρώμενα στο Νησί μας: συμβάλλει στην ανάδειξη του ιστορικού και πολιτιστικού πλούτου της Κεντρικής Νάξου, και, στο μέτρο των δυνατοτήτων της, προσφέρει στους ιστορικούς μια ακόμη ευκαιρία να προσεγγίσουν μέσω των βυζαντινών μνημείων της περιοχής όψεις της κοινωνίας της Νάξου, από την πρωτοχριστιανική-πρωτοβυζαντινή εποχή έως και τον 14ο αι.
      Τέλος, προτείνουμε οι Πολιτιστικοί Σύλλογοι του Νησιού, τα τοπικά Κοινοτικά Συμβούλια, ο Δήμος Νάξου και Μικρών Κυκλάδων, η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, η Εφορεία Αρχαιοτήτων και το Υπουργείο Πολιτισμού, να αναλάβουν την ευθύνη της κινητοποίησης που σκοπό θα έχει την διοργάνωση βυζαντινολογικού Συνεδρίου παγκοσμίου ενδιαφέροντος, με κέντρο τη Νάξο και το Χαλκεί, επειδή «οι βυζαντινές εκκλησιές συνθέτουν αδιατίμητη ακόμη στο σύνολο εικόνα της παλαιοχριστιανικής και της βυζαντινής εποχής του νησιού»!  
     Αυτή την αδιατίμητη εικόνα δεν θέλουμε και δεν πρέπει να την χάσουμε!!!!

Σημειώσεις
 
1.«Διασορίτης, ο (Χαλκεί). Η τοποθεσία πήρε το όνομά της από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Διασορίτου, που κτίσθηκε τον 11ο αιώνα Οι τύποι Διασορίτης, Διοσιερίτης, Διασορηνός και Διοσιερηνός έχουν ερμηνευθεί από τον Κωνσταντίνο Άμαντο σαν εθνικά του Διός Ιερού της Λυδίας, που κατόπιν ονομάστηκε Πυργίον. Από τον Παχυμέρη (τ. 2 σ. 260) φαίνεται πως στο Διός Ιερόν υπήρχε μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, που η λατρεία του με εικόνες ή με άλλο τρόπο, διαδόθηκε σε πολλούς τόπους. Το τπνμ. απαντά στη Χίο, Αμοργό, Αττική, Καππαδοκία, Λακωνική, Κω. Και στη Σκύρο υπάρχει ο Άγιος Γεώργιος ο Διασουρίτης».  βλ. Αντωνίου Φλ. Κατσουρού,  Τοπωνύμια της Νάξου, Ναξιακόν Αρχείον, 1947. Αναδημοσίευση π. Απεραθίτικα, τ. 2, έτος 2, 1989.
2. Η έννοια του «πάρκου» δεν είναι και τόσο αθώα: παραπέμπει σε ιδιωτικά (προς ίδιον όφελος) συμφέροντα. Ειδικά στις μέρες μας….. Φαντάζεστε την Κεντρική Νάξο πάρκο;;;;!!!!!!;;;;;; Την δύναμη ελέγχου που θα αποκτούσε, για σειρά ζητημάτων, ο «διαχειριστής» του στο νησί;
3. Νίκος Καλογερόπουλος, Τριακονταπέντε άγνωστοι βυζαντινοί ναοί της Νάξου, Νέα Εστία 14, 1933, τ. 159, 160, 161. Αναδημοσίευση π. Απεραθίτικα, τ. 3, έτος Ι, 1988/1989.
 4. Γεώργιος Μαστορόπουλος, Νάξος το άλλο κάλλος. Περιηγήσεις σε βυζαντινά μνημεία, Ελληνικές Ομοιογραφικές Εκδόσεις.
 5. Μυρτάλη Αχειμάστου Ποταμιάνου, Άγιος Γεώργιος ο Διασορίτης της Νάξου. Οι τοιχογραφίες του 11ου αιώνα, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 2016.
6. Μανώλης Χατζηδάκης, Εισαγωγή, Νάξος. Η Βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα, εκδ. Μέλισσα.
7. Χρονολογία ορόσημο επειδή η Νάξος, οι Κυκλάδες, αποκόπτονται από τον κορμό της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μετά από εξακόσια (600) χρόνια υποδούλωσης θα μπορέσουν να συμπορευθούν με τους ελεύθερους Έλληνες και να αποτελέσουν μέρος του νέου Ελληνικού Κράτους.
8. Πάρις Γουναρίδης, Η θέση του χωρικού στη Βυζαντινή κοινωνία, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1993.
9. Ν. Δρανδάκης, Οι Παλαιοχριστιανικές τοιχογραφίες στη Δροσιανή της Νάξου, έκδοση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 1988.
10. Αλ. Κωσταρέλλη, Η κατάκτηση της Νάξου από τους Βενετούς. Σχέσεις Βενετών και ντόπιων κατοίκων μετά την κατάκτηση. Επιδράσεις στη μνημειακή τέχνη του 13ου και 14ου αι., Φλέα τ. 15, Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2007.




ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
                                                                            

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

Εισαγωγή στα μαθήματα Γ. Πάλλης
Δ. Αθανασούλης (Δρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Προϊστάμενος Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων)
Το έργο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων στα βυζαντινά μνημεία της κεντρικής Νάξου

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

Κ. Ρούσσος (Δρ. Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Μεταδιδακτορικός ερευνητής, Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών-ΙΤΕ)
Το πολιτιστικό τοπίο της κεντρικής Νάξου κατά τη Βυζαντινή περίοδο: άνθρωποι - περιβάλλον - υλικός πολιτισμός.
Xρ. Σταυράκος (καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων)
Κοινωνία και οικονομία της βυζαντινής Νάξου από αρχαιολογικά τεκμήρια και γραπτές πηγές.


Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Κλ. Ασλανίδης (Δρ. Αρχιτέκτων-Αναστηλωτής Πανεπιστημίου Πατρών)
Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στην κεντρική Νάξο: 5ος-12ος αιώνας.
Γ. Πάλλης (Επίκουρος Καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη και ανάγλυφα από την κεντρική Νάξο: επισκόπηση και ερμηνεία.

Κυριακή 5 Αυγούστου 2018
Δ. Κωνσταντέλλου (υποψήφια Δρ. Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών)
Διαβάζοντας τις βυζαντινές τοιχογραφίες της κεντρικής Νάξου: η κοινωνική και πολιτισμική διάσταση.
Στ. Λεκάκης (Δρ. Κλασικής Αρχαιολογίας, Research Fellow, McCorde Center, Newcastle University)
Διαχείριση βυζαντινών μνημείων στη Νάξο: το πλαίσιο και η δυναμική. Κ.
Στην πλατεία των Ακαδήμων, 8 μμ.