Εγώ
παιδί μου, σου λέω να κάμεις
χίλια αρνιά και πρόβατα,
Κυρίες και Κύριοι, μ’ αυτή την παροιμία απ’ το
χωριό μας, τ’ Απεράθου της Νάξου, θυμάμαι τον πατέρα μου ν’ αντιμετωπίζει
πολλές φορές την απροθυμία των παιδιών του, στα πρώτα εφηβικά μας χρόνια, ν’
ακολουθήσουν κάποιες συμβουλές του.
Γιατί βέβαια,
εγώ σου λέω να κάμεις χίλια ζα και πρόβατα, σημαίνει, εγώ σου λέω τι πρέπει να
γίνει για να προοδεύσεις, εσύ δεν θες, μην κάμεις τίποτα.
Και βέβαια, σ’
εμάς τα παιδιά ήταν σαφές, τι σήμαινε στην απεραθίτικη παροιμία και στα χείλη
του, «χίλια ζα και πρόβατα». Σήμαινε το περίφημο «χιλιάρμενο», δηλαδή
κοπάδι κατσικιών και προβάτων, στο οποίο τη χιλιάδα είχαν φθάσει μόνο τα ζώα
που αρμέγονταν, χωριστά θα έπρεπε να συνυπολογίσουμε τα μικρά, τα αρσενικά,
κλπ. κλπ. Επομένως το «χιλιάρμενο» ήταν πραγματικά ένα πολύ μεγάλο κοπάδι,
τελικά από 2.000 ή και 3.000 ζώα.
Για τ’ Απεράθου
το «χιλιάρμενο» σήμαινε όλα τα καλά του κόσμου, ένα «πλούτο», για μια άλλη
εποχή βέβαια, και φυσικά δεν κατάφερναν να το αποκτήσουν όλοι οι βοσκοί: έμενε
ονομαστός εκείνος που το αποκτούσε δυο και τρεις φορές!
Ακόμα στο σπίτι
μας ανάμεσα στις άλλες διηγήσεις κυκλοφορούσε η εξήγηση του προσωνύμιου
«Αργουζίνα»,(1) που έφερε μια σεβαστή και πανέμορφη δέσποινα στ’ Απεράθου.
Ήταν κόρη
βοσκών,(2) όχι βέβαια των οποιωνδήποτε, αλλά αυτών που είχαν τα χιλιάρμενα –
αυτές οι διηγήσεις παίρνουν πάντα τη διάσταση του παραμυθιού…. Όταν ήταν ακόμη
πολύ μικρό κοριτσάκι, εκεί στις μάντρες των δικών της, στους Απίσω Τόπους,
βρέθηκε ένας ξένος, ταξιδιώτης, ίσως κάποιος που είχε περάσει στις ανατολικές
ακτές της Νάξου, όπου οι βοσκότοποι των Απεραθιτών, από τα απέναντι νησιά, κι
εκεί η μικρούλα με την ξεχωριστή ομορφιά
τράβηξε την προσοχή του.
- Τι όμορφο που
είναι, είπε, είναι σαν τ’ αργούδελο!
Το αργούδελο
είναι το πιο μικρό, το πιο τρυφερό, που δεν έχει γεννήσει ακόμα, το πιο όμορφο
κατσικάκι, και η μικρούλα που ονομαζόταν Ευδοκία, μετά απ’ αυτό, άκουγε σ’ όλη
της τη ζωή, η Αργουζίνα!
Μ’ όλα αυτά,
θέλω να κάμω μια αναγκαία εξήγηση: πώς βρίσκομαι εδώ να μιλάω για τον Κυκλαδίτη
βοσκό, και την ξεχωριστή περίπτωση του Απεραθίτη βοσκού, δημότης μεν Απεράθου
Νάξου αλλά κάτοικος Αθηνών, άνθρωπος της πόλης και της Εκπαίδευσης, κι όχι της
φύσης και της βοσκοσύνης.
Ο πατέρας μου
βέβαια, που χάρη στην αγάπη που έτρεφε και στην τιμή που απέδιδε σ’ αυτό τον παραδοσιακό
αρχαϊκό κόσμο τ’ Απεραθιού, - μπορώ κι εγώ να πω δυο λόγια γι’ αυτό τον
κόσμο, - δεν ήταν βοσκός. Ήταν φιλόλογος, εκπαιδευτικός, μελετητής της γλώσσας,
της λαογραφίας, της ιστορίας, αλλά εγγονός, δισέγγονος, τρισέγγονος βοσκών στ’
Απεράθου. Η πορεία η δική του – τα παιδιά έφυγαν για να σπουδάσουν, για να
«γίνουν άνθρωποι», κατά την κοινή έκφραση, - δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά σχεδόν
τον κανόνα, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε ο μοναχογιός(3)
του πρωτοβοσκού, ίσως του τελευταίου, ή ενός απ’ τους τελευταίους που έκαμε
χιλιάρμενο, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους
Σχολή.
Κι έτσι είναι
που σιγά σιγά μέχρι σήμερα, ενώ τ’ Απεράθου διατηρεί ακόμα πολλά από τα
στοιχεία της παράδοσής του, παράλληλα ζει όχι μόνο την αλλοίωση του
παραδοσιακού χαρακτήρα του αλλά και την ελάττωση των ανθρώπων που ασχολούνται
με παραδοσιακές παραγωγικές λειτουργίες και κάποιοι αναρωτιούνται, θα ζήσει και
την εξαφάνισή τους;
Προς το παρόν,
παράλληλα με τα ερωτήματα για το μέλλον, ακούς για παράδειγμα ότι τα κινητά
τηλέφωνα έχουν φθάσει και στις μάντρες, και τέλος τέλος, ίσως εκεί, στην
απομόνωση των απομακρυσμένων, ακόμη και σήμερα, περιοχών των βοοσκοτόπων, ίσως
να βρίσκουν ουσιαστική χρήση!
Η Νάξος, στο
σύνολό της, φημιζόταν πάντα για την ποιότητα των κτηνοτροφικών της προϊόντων.
Άλλωστε ο Ζας, το υψηλότερο βουνό της και ταυτόχρονα η υψηλότερη κορυφή των
Κυκλάδων (1004 μ.), σύμφωνα με την αρχαία επιγρφή, είναι ΟΡΟΣ ΔΙΟΣ ΜΗΛΩΣΙΟΥ,
δηλαδή λατρευόταν εκεί ο Δίας, ο προστάτης των «μήλων» δηλαδή των προβάτων.
Στ’ Απεράθου,
χωριό ορεινό, σκαρφαλωμένο στους ανατολικούς πρόποδες της βουνοσειράς των
Φαναριών, οι κάτοικοι ήταν πάντα βοσκοί, καλλιεργητές της γης και σμυριδορύκτες.
Ανάμεσα στους
βοσκούς, υπήρχαν και υπάρχουν και σήμερα, οι κριβιτσολόγοι και οι πρωτοβοσκοί ή
κεφαλοβοσκοί ή κεφαλομαντρίτες.
Η πρώτη
κατηγορία, οι κριβιτσολόγοι έχουν λίγα ζώα, τα κριβίτσικα, πέντε, δέκα
το πολύ, τα βόσκουν οι ίδιοι, δεν τ’ αφήνουν ουσιαστικά ελεύθερα, στην άμεση
περιφέρεια του χωριού, δηλαδή σε μια ακτίνα γύρω απ’ το χωριό, απ’ όπου σήμερα
περνάει και ο αμαξωτός δρόμος, κι όπου κι εμείς οι άνθρωποι της πόλης μπορούμε
με τα πόδια να έχουμε πρόσβαση.
Το πρωί βγαίνουν
στη βοσκή και το βράδυ επιστρέφουν στο χωριό, τα ζώα φυλάσσονται στο κατώι του
σπιτιού.
Εννοείται ότι το
γάλα των πέντε-δέκα ζώων δεν συνήθως
αρκετό για να γίνει τυροκομειό κι έτσι οι κριβιτσολόγοι συνεργάζονται,
«συναιτερίζονται», κάνουν μια «αυντροφιά» κατά την τοπική έκφραση, βάζουν μαζί
το γάλα για να μπορέσει τυροκομειό, και μοιράζονται στη συνέχεια το τυρί.
Η δεύτερη
κατγορία οι πρωτοβοσκοί ή κεφαλοβοσκοί ή κεφαλομαντρίτες,
είναι αυτοί που είχαν, έχουν τα μεγάλα κοπάδια. Πόσο μεγάλα;
Η κορυφή ήταν το
χιλιάρμενο – μέσα στο κοπάδι χίλια ζώα που αρμέγονταν.
Στην
πραγματικότητα δεν μιλάμε κάθε φορά για ένα βοσκό, αλλά για ολόκληρες
οικογένειες βοσκών, πολυμελείς έτσι κι αλλιώς, υπάρχει λοιπόν η οικογενειακή
παράδοση, που έχουν τις μάντρες τους είτε στο Φανάρι, στους προπόδες του οποίου
βρίσκεται το χωριό, είτε πολύ περισσότερο στους λεγόμενους Απίσω Τόπους.
Οι Απίσω
Τόποι είναι Τόποι, περιοχές στην Ανατολική Νάξο κι είναι Απίσω σε σχέση με
τη θέση του ίδιου του χωριού.
Περιλαμβάνουν
μια εξαιρετικά εκτεταμένη περιοχή από το Βορείο ως το Νότιο τμήμα του νησιού
και κατά μήκος όλης της Ανατολικής ακτής, με βουνά κακοτράχαλα και επίσης με
παραλίες, κάμπους και αμμουδιές μαγευτικές. Αν από τις ανατολικές παραλίες
ανεβαίνεις προς τ’ Απεράθου, βλέπεις όχι μόνο ότι ακολουθείς ένα δρόμο φιδωτό
στο βουνό, αλλά ότι ένα τείχος ουσιαστικά από βουνά χωρίζει τα ανατολικά
παράλια και τους κάμπους τους από την ενδοχώρα στ’ Απεράθου. Τα πλευρά αυτών
των βουνών, οι παράλιοι κάμποι και οι αμμουδιές είναι οι βοσκότοποι των
Απεραθιτών στους Απίσω Τόπους. Οι Τόποι είναι άγριοι, δύσκολοι από τη φύση
τους, δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο Κυκλαδίτικο τοπίο, και βέβαια οι
μάντρες είναι πολύ μακριά απ’ το χωριό, χρειάζονταν τουλάχιστον τρεις ώρες με
τα πόδια για ν’ ανέβουν, ακολουθώντας τις περισσότερες φορές το δρόμο του
φεγγαριού, μέσα στη νύχτα, μια φορά την εβδομάδα ή και λιγότερο συχνά.
Στις μάντρες, το
κοπάδι περιλάμβανε κατσίκια και πρόβατα, αλλά και γουρούνια από τα οποία
προμηθευόταν όλα τα σπίτια του χωριού το γουρούνι, που η κάθε οικογένεια
εξέτρεφε όλο το χρόνο στο σπίτι, για να σφάξει τελικά τις Απόκριες μέσα σε
ατμόσφαιρα γιορταστική. Ακόμα στη μάντρα είχαν και κότες, τα σκυλιά βέβαια για
το κοπάδι και γαϊδούρια για τις δουλειές τους.
Οι βοσκοί είχαν
και άλλες δραστηριότητες, κατά βάθος ήταν και γεωργοί, αν συνυπολογίσει κανείς
ότι για παράδειγμα στα βοσκοτόπια τους περιλαμβάνονταν πλευρά βουνών και
κτήματα-λιοΰρια.
Το λιομάζωμα
λοιπόν ήταν δική τους δουλειά επίσης και οι ίδιοι ήταν οι πιο επιτήδειοι στο να
φτιάχνουν τις ελιές που διατηρούνται στην άλμη.
Άλλωστε αυτές οι
ελιές ήταν κάτι βασικό στη διατροφή τους στις μάντρες που συνδύαζε το λιτό, με
το ουσιαστικό κι επομένως ήταν εξαιρετική.
Η διατροφή
τους στηριζόταν πριν απ’ όλα στα δικά τους τα τυροκομικά προϊόντα, τις ελιές,
τις πατάτες, το ψωμί που έφερναν απ’ το χωριό και ταυτόχρονα προμήθευαν το
χωριό με την παραγωγή τους. Φυσικά, αφού μιλάμε για μάντρες κοντά στη θάλασσα,
ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να πιάσουν γουπί και να το τηγανίσουν. Ακόμα επειδή
πολλές φορές στη δουλειά τους είχαν για βοηθούς τους νησιώτες ήταν οι
Κουφονησιώτες ή οι Δονουσώτες, ακριβώς απέναντι όλοι στους Απίσω Τόπους, οι
νησιώτες τους προμήθευαν με χταπόδια ξεραμένα στον ήλιο που φυλάσσονταν για να
χρησιμοποιηθούν σε κάθε ευκαιρία μέσα σε μεθύρες (πιθάρια = κιούπια).
Μάντρα
σημαίνει ολόκληρη την εγκατάσταση των βοσκών. Λέγεται και μαζωμός και μαντροκαθήσι.
Με την ίδια λέξη εννοούν και το περιφραγμένο από πέτρες μέρος όπου βάζουν τα
γιδοπρόβατα να τα’ αρμέξουν, αλλά και το περιεχόμενο, δηλαδή τα ζουλοπρόβατα.
Το μαντροκαθήσι
ή μάντρα αποτελείται από το προβόλι, ένα μεγάλο χωράφι, το μητάτο, λιθόχτιστο
σπιτάκι όπου τυροκομούν και φυλάνε τα τυροκομικά σκεύη και προϊόντα και την
αρμεόμαντρα όπου αρμέγουν τα γιδοπρόβατα.
Η καθημερινότητά
τους, ιδιαίτερα απ’ το Μάρτιο μέχρι τον Αύγουστο, ήταν η βοσκή, το άρμεγμα, το
τυροκομειό.
Στις μάντρες οι
αρμοδιότητες είναι καθορισμένες: για παράδειγμα ο βοσκός, ο πιο μεγάλος, ο πιο
έμπειρος, αυτός που διατάζει τους άλλους, είναι ο καπετάνιος της
μάντρας. Συνήθως είναι και ο τυροκόμος. Υπάρχουν οι ριφοβοσκοί ή αρνοβοσκοί,
ο προβατάρης, ο αργουδελοβοσκός, κλπ. Αυτός που αρμέγει τα
πρόβατα είναι ο αρμεάτορας. Συρτάτορας, από το σύρω, είναι ο
βοσκός που σέρνει τα γιδοπρόβατα μέσα στη μάντρα, πηγαίνοντάς τα κοντά στους αρμεχτάδες.
Υπάρχει ακόμα ο στοχαστής,
δηλαδή ο έξυπνος και έμπειρος βοσκός που μπορεί με μια ματιά, χωρίς μέτρημα, να
καταλάβει αν λείπει ένα από τα γιδοπρόβατα του κοπαδιού του και ποιο.
Εκείνος πάλι που
ξυπνάει τη νύχτα με τον παραμικρό θόρυβο κι έτσι μπορεί να γλυτώσει το κοπάδι
του από τους κλέφτες, λέγεται νοιωστής. Ο στοχαστής βοσκός έχει το στόχασμα,
δηλαδή την ικανότητα να διακρίνει μ’ ένα κοίταγμα του κοπαδιού μήπως χάθηκε
κανένα πρόβατο ή κατσίκι, κι ο νοιωστής έχει το νοίωσμα, δηλαδή την ικανότητα να ξυπνάει εύκολα τη
νύχτα.
Οι βοσκοί που
ενώνουν τα κοπάδιά τους, τα βόσκουνε μαζί και βοηθιούνται αναμεταξύ τους σ’
όλες τις δουλειές λέγονται σμίχτες ή συντρόφοι.
Στ’ Απεράθου οι
σμίχτες τυροκομούν όλοι μαζί το γάλα, χωρίς να το μετρούν ή να το δανείζει ο
ένας στον άλλο με τη σειρά. ‘Όταν τελειώσει η εποχή του τυροκομειού, κάνουν το
τυρί ίσα μερίδια, που τα λένε πάρτες, και παίρνει ο καθένας μια.
Αυτό γινόταν
ανεξάρτητα από τον αριθμό των γιδοπροβάτων που διέθετε κάθε σμίχτης. Έτσι, κι
αν ο ένας έχει διακόσια κι ο άλλος εκατό, η πάρτη τους σε τυρί είναι η ίδια.
Και τα μαλλιά τα κάνουν ίσα μερίδια κι εκείνα. Κάθε βοσκός που παίρνει πάρτη
λέγεται παρτιδάτορας.
Τα νεογέννητα
όμως αρνιά και ρίφια δεν τα κάνουν πάρτες, παρά καθένας παίρνει εκείνα που
γεννούν τα δικά του γιδοπρόβατα.
Όταν το κοπάδι
είναι μεγάλο και αυτοί που το έχουν είναι λίγοι και δεν προλαβαίνουν όλοι τη
δουλειά, τότε βρίσκουν κάποιον που ξέρει τη βοσκοσύνη και δεν έχει δικά του
γιδοπρόβατα. Τον παίρνουν και τους βοηθάει σ’ όλες τις δουλειές: στη βοσκή, στο
άρμεγμα, στο τυροκομειό. Λέγεται κι αυτός βοσκός και γι’ αμοιβή του δίνουνε μια
πάρτη τυρί και μαλλιά που είναι τόσες οκάδες, όσες και το μερίδιο καθενός από
τους ιδιοκτήτες του κοπαδιού.
Πραγματικά, οι
συνήθειες που έχουν οι Απεραθίτες βοσκοί στη συνεργασία τους είναι μοναδικές
και φανερώνουν πόσο εκτιμούν τον ανθρώπινο κόπο.
Με τη λέξη τυροκομειό
εννοούμε και την τέχνη και τα προϊόντα της τυροκομίας.
Αυτά τα προϊόντα
της τυροκομίας ήταν, είναι πραγματικά φημισμένα και μάλιστα σήμερα που η
γευσιγνωσία, ή και το gourmet,
έχει πάρει άλλες διαστάσεις, λέγεται πλέον ότι στη Νάξο αυτό που είναι εξαιρετικό,
δεν είναι απλά κάποιες παραδοσιακές συνταγές φαγητών, όπως συμβαίνει με όλους
τους τόπους, αλλά τα βασικά αυθεντικά της αυθεντικά της προϊόντα. Κυρίαρχη θέση
σ’ αυτά τ’ αυθεντικά προϊόντα τα τυροκομικά.
Τα τυριά μας
έχουν όλο το βούτυρο και γι’ αυτό είναι παχειά και νόστιμα.
Αξίζει να
δοκιμάσετε το αρσενικό τυρί, το κεφαλοτύρι, το αθότυρο ‘η θυλικό τυρί, το
ξινότυρο, τη μυζήθρα και την ξινομυζήθρα, καθώς και τον κομό και το
τουλομοτύρι. Τα δύο τελευταία δεν βρίσκονται στο εμπόριο.
Επειδή το γάλα
της ζούλας, της κατσίκας, είναι αδύνατο, χρησιμοποιούν κατσικίσιο με πρόβειο
γάλα μαζί.
Είναι
εντυπωσιακό και χαρακτηριστικό για τον κόσμο και την οικονομία μιας άλλης
εποχής, ότι στη διαδικασία του τυροκομειού, πέρα από τα τυροκομικά προϊόντα,
τίποτε δεν πάει χαμένο.
Προηγείται
πάντα το άρμεγμα πρωί και απόγευμα.
Αν έχεις λίγο
γάλα, ένα-δυο κιλά και δεν φτάνει για τίποτ’ άλλο, κάνεις την τζουάδα: βάνεις
στο γάλα λίγη πυθιά βέβαια, κι έχεις μια «κρέμα», ένα πιατάκι έστω για κάποιον
που του αρέσει.
Αν έχεις πολύ
γάλα και πηγαίνεις για κανονικό τυροκομειό, βράζεις το γάλα, το αφήνεις να
κρυώσει κι έρχεται πάνω η μέλα – η τσίπη -
το καϊμάκι. Τη μαζεύεις με την κουτάλα.
Τι το κάνεις;
Το τρως κι είναι καταοληκτικό, σκέτο βούτυρο. Αν του βάλεις κι αλατάκι είναι
θαύμα! Κι απάνω σε λίγο ψωμάκι είναι σπουδαία.
Και τον τσίρο,
τι τον κάνουμε;
Ή τον πετάμε ή
τον ανακατεύουμε με πίτουρο για τα γουρούνια και τις κότες.
Εχθροί του
κοπαδιού, της μάντρας, του τυροκομειού, οι αρρώστειες των ζώων, τα όρνια, το
μάτιασμα και η κλεψιά.
Πώς
αντιμετωπίζονται;
Πολλές φορές με
γητειές – με ξόρκια. Σε κάποια απ’ αυτές πρωταγωνιστεί ο Άγιος Μάμας, προστάτης
των ποιμένων. Εκκλησάκι και τοποθεσία με τα’ όνομά του υπάρχει στους Απίσω
Τόπους.
Η γητεία λοιπόν
του Αγίου Μάμα: «Ευτός που θα την κάνει πρέπει να ‘ναι σκεφτικός και παστρικός
και να μην σκουντάβγει.
Η θάλασσα να
μην είναι αγνάντια.
Τα μεσάνυχτα με
καινούρια σώρουχα.
Περί Οκτωβρίου,
άμα γεννούν τα κατσίκια και τα πρόβατα».
«Ο άγιος
Μάμαντας αρνί και ρίφιν ήθρεφε μέσα στ’ άγριο βουνί. Σε μαρμαρένια ούρνα το
πότιζε και σ’ άργυρη κασσέλα το σώκλειζε και κατέβη το καλό πουλί και του το
πήρε. Και ο άγιος Μάμαντας τραπέζι-ν-ήκαμε, κάλεσμα-ν-ήκαμε, κι όλοι οι αγίοι
εκάτσασι και τρώασι και πίνασι και όλοι το Θεό-ν-εδοξάσασι κι ο άγιος Μάμαντας
μηδέ τρώει, μηδέ πίνει, μόνο το Θεό δοξάζει. Κι ο Χριστός δεσπότης τον αρωτά: -
Είντα ‘χεις άγις Μάμαντα; Μήδε τρως, μήδε πίνεις, μόνο το Θεό δοξάζεις.
Αρνί και ρίφιν
ήθρεφα μέσα στ’ αγριοβούνι. Σε μαρμαρένια ούρνα το πότιζα και σ’αργυρή κασσέλα
το σώκλειζα και κατέβη το καλό πουλί και μου το πήρε.
Ω του θάματος!
Άγιε Μάμαντα! Και δεν ευρέθηκε ένας άνθρωπος βαφτισμένος κι απού τ’ άια (άγια)
περασμένος να δέσει το καλό πουλί απού τη μύτη κι απού τα ποδάρια κι απού τα
φτερά να μη μπορεί να φάει, μ’ ένα κλωνί κόκκινο μετάξι οπού να τόχουνε τρεις
Μαριές κλωσμένο, απάρθενα κορίτσια, σ’ ένα κλωνί της αγριληάς οπού να ‘ναι
μακριά από τη θάλασσα.
Επά δένω όλοι
τσοι δαίμονες και όλα τα φιλαδέλφια κι όλοι τσοι βιτσίλους, αδέρφια κι
αξαδέρφια απ’ Ανατολή και Δύση απού τ’ αρνιά μου και τα ρίφια να φάσι και πέμπω
τα στην Ανατολή».
Τη γητειά την
ήβγαλεν ο αφέντης ο Χριστός και δένουσι τα πουλιά, τα φιλαδέρφια και τσ’ αητοί.
Ο μεγαλύτερος
ωστόσο εχθρός η κλεψά. Κυκλοφορούσαν και τραγούδια σε βοσκούς κλέφτες:
Ανάθεμα σας
και τσοι δυο, μα πιο
καλά τον ένα,
Καλέ που είχα ζωντανά,
όσα χετε
σφαμένα.
Εσύ ‘σαι απ’
όλοι τζοι βοσκοί ο πιο
σαλεματάρης
Και τα παπούτσια
του Χριστού να
τάβρεις θα τα πάρεις!
Λέγεται επίσης: Η
ώρα του κλέφτη μετά τα μεσάνυχτα.
Παράλληλα στ’
Απεράθου υπήρχαν οι τίμιοι κλέφτες. Η τοπική παράδοση λέει πως τίμιοι κλέφτες
είναι εκείνοι που δεν κλέβουν μέσα στο χωριό τους, αλλά πηγαίνουν για κλεψιά
στ’ άλλα χωριά και ιδίως στα Λιβάδια. Σ’ αυτές τις μακρινές επιχειρήσεις τους
πολλές φορές εκτίθενται σε απίστευτα σοβαρούς κινδύνους, και τα κόλπα που
χρησιμοποιούν είναι τόσο έξυπνα, που δίκαια προκαλούν το θαυμασμό των
συγχωριανών τους.
Ο κλέφτης όμως
του οποίου η δραστηριότητα περιορίζεται μέσα στο χωριό, δεν έχει υπόληψη. Δεν
είναι κλέφτης «καθώς πρέπει» κι αν πιαστεί, πρέπει να τιμωρηθεί πολύ αυστηρά!
Αν όλα αυτά ακούγονται περίεργα για την αστική ζωή του 2001, ας θυμηθούμε τον
Όμηρο, το Ω της Ιλιάδας και το θυμό του Πριάμου για τους γιους του που δεν
αξίζουν τίποτα! Κλέβουν τ’ αρνιά και τα ρίφια από τους ανθρώπους του τόπου τους
– είναι επιδήμιοι αρπακτήρες αρνών ηδ’ ερίφων. Το βάρος πέφτει στο επιδήμιοι.
Η ζωοκλοπή
λοιπόν θεωρείται από τους αρχαϊκούς Έλληνες -
γιατί με ελληνικό έθιμο έχουμε να κάνουμε, μεταφερμένο από τον ποιητή
στην Τροία – επίμεμπτη μόνο όταν γίνεται μέσα στον ίδιο συνοικισμό. Αλλιώς η
αρπαγή ζώων από άλλες περιοχές είναι βέβαια κάτι επικίνδυνο, όχι όμως και
ατιμωτικό. Γενικά τη ληστεία σε ξένες χώρες την έβλεπαν στα χρόνια εκείνα πιο
πολύ ως απόδειξη παλικαριάς και ικανότητας παρά φαυλότητας.
Από τον Όμηρο
λοιπόν και τους επιδήμιους αρπακτήρες, μέσα από τόσους αιώνες, ως τους «τίμιους
κλέφτες» στ’ Απεράθου.
Μήπως δεν είναι
κοινός τόπος ότι ακριβώς η ποιμενική ζωή διασώζει τις παλαιότερες συνήθειες
ενός τόπου και τα πιο παλιά γλωσσικά μνημεία, ακριβώς γιατί βρίσκεται μακριά
από τα κέντρα κι έτσι πολύ λίγο επηρεάζεται απ’ αυτά;
Γι’ αυτό και η
μελέτη του ποιμενικού βίου μιας περιοχής έχει μεγάλη σημασία, κυρίως από άποψη
γλωσσική, ιστορική, κοινωνική.
Ποια μαρτυρία
δίνει πραγματικά η γλώσσα των βοσκών στ’ Απεράθου για την καταγωγή, τις
ξένες επιδράσεις, τις εχθρικές κατακτήσεις, το επίπεδο των ανθρώπων που τη
μιλούν;
Πρόκειται για
ένα πλούσιο ποιμενικό λεξιλόγιο με θαυμαστή σαφήνεια, λεπτούς χρωματισμούς στα
νοήματα, με εκπληκτικά σύνθετα – όπως τα ‘ψιμάρνια δηλαδή τα όψιμα
αρνιά, η σπεραρμεά, η απογευματινή αρμεξιά, το ‘σπερόαλα, το γάλα
της απογευματινής αρμεξιάς, η φυρροασπόρια, δηλαδή η κοκκινοπή, με άσπρη
ουρά κατσίκα.
Έχουν καταγραφεί
περισσότερες από εκατό ονομασίες κατσικιών κι άλλες τόσες προβάτων που
αναφέρονται στο τρίχωμα τους. Χωριστά πρέπει να υπολογίσουμε τις ονομασίες τις
σχετικές με τα κέρατα, τ’ αυτιά, τα μαστάρια, τις σφραγίδες και τα κουδούνια.
Κυρίως όμως
είναι εξαιρετική η γλωσσική συνέχεια από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ανά τους
αιώνες, έτσι όπως τη μαρτυρεί η ίδια η γλώσσα.
Για παράδειγμα πήζω το γάλα – είναι το αρχαίο
ελληνικό πήγνυμι και πήσσω. Το άρμεγμα από το αμέλγειν. Το ρήμα, αρμέω, ήρμεξα,
αρμεμένος, αντίθετο ανάρμεος. Ο τσίρος είναι ο κίρρος του Ησυχίου. Το τρεβόλι
(ή τυροβόλι), δηλαδή το καλούπι από βούρλα όπου θέτουν τα τυριά, είναι, σαν
λέξη, το ίδιο με το «τυροβόλιον» του Σχολιαστή του Αριστοφάνη και του
Θεόκριτου. Σαν αντικείμενο, τα τρεβόλια είναι οι πλεκτοί τάλαροι του Ομήρου (Οδ.-ι-247).
Το σμίξιμο – η
συντροφιά, οι σμίχτες, προέρχονται από το σμίω/ αρχ. μείγνυμι.
Πόσο παλιό και
πόσο νέο, πόσο λόγιο και πόσο λαϊκό ταυτόχρονα το : στοχάζομαι τα ζα, ο
στοχαστής, το στόχασμα! «Στοχάστηκα στο νεροποτίσι τα ζουλοπρόβατα και λείπει η
μαυραφαδιά». Δηλαδή χωρίς να τα ετρήσω, βλέποντάς τα, είδα ποιο λείπει.
Ακόμα το
επίθετο μελίχλωρος («μελίχλωρο τυρί»= ούτε πολύ φρέσκο, ούτε πολύ ξερό) είναι
αρχαίο, αναφέρεται στον Πλάτωνα, στο Θεόκριτο, και βέβαια εκεί αποδίδεται σε
πρόσωπο, που έχει το χρώμα και την απαλότητα του μελιού.
Ακόμα, μια
γιορτή, η γιορτή «Τση Πληθερής», μας δείχνει πολλά για τη σχέση των
βοσκών με όλο τον κόσμο, για τους φόβους τους και τις ανάγκες τους.
Της Αναλήψεως,
κάθε χρόνο, όσο γάλα αρμέξουν οι μάντρες, πρωί και απόγευμα, το μοιράζουνε στα
παιδιά, αδιακρίτως και δωρεάν. Αυτό γίνεται για να πληθύνουν τα ζουλοπρόβατα
και γι’ αυτό η ονομασία: τση πληθερής. Πρόκειται ουσιαστικά για μια θυσία για
τη διατήρηση του γάλακτος των γαλακτοφόρων αιγοπροβάτων, γιατί πραγματικά από
την εποχή αυτή, απότης Αναλήψεως, αρχίζει να χάνεται το γάλα.
Όμως ίσως
καλύτερα απ’ όλα για τη θέση του βοσκού σ’ αυτή την αρχαϊκή κοινωνία, μιλάει
ένα παλιό απεραθίτικο τραγούδι,(4) δημοτικό τραγούδι, αφού ο ανώνυμος λαϊκός ποιητής
τον συγκρίνει μ’ ένα βασιλιά, και στη σύγκριση επάνω, σε όλα τα σημεία κερδίζει
ο βοσκός! Ας το ακούσουμε:
Ο βοσκός κι ο
βασιλιάς βαρυοστοιχηματίσασι:
Είdα βάνεις, βασιλιά, να φιλήσω
τη gερά;
Βάνω χίλια φουdουκλιά κι άλλα χίλια bιτζουκλιά,
Βάνω τη βασίλισσα,
τη χρουσοπολίτισσα.
Αμέ συ, μουρέ
βοσκέ, είdα
βάνεις στοίχημα;
Βάνω χίλια πρόβατα
με τα’ αργυροκούδουνα.
……………………………………………………………
Κι όdες τα κατέβασεν ο βοσκός τα
πρόβατα
Κάτω στα λακκώματα
Σέται ‘ης, σέτ’
ουρανός,
Σέται λίμνη και
ιαλός,
Σέται κι βασίλισσα,
Η χρουσοπολίτισσα,
Θε μου και νάμου
βόσκισσα,
Και νάμου
τυροκόμισσα,
Νάμου του βοσκού
ραβδί
Να κυνήσω το μαdρί,
Νάτρωα και το gομμό,
Να φιλούσα το
βοσκό!
* Εισήγηση στην Ημερίδα με θέμα: Κυκλάδες- προτάσεις
αειφορικής διαχείρισης, την Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2001, στα πλαίσια
της Εβδομάδας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, 4-7 Οκτωβρίου 2001 με θέμα: Περιβάλλον
και Αειφορική Διαχείριση. Δημοσιεύθηκε ήδη στην περιοδική έκδοση
ΤΡΙΠΤΟΛΕΜΟΣ, τ. 20, Ιούνιος 2005, του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (6.
26-30).
Θερμές ευχαριστίες
στις κυρίες Σοφία Καραπάτη-Πιτυλάκη και Καλή Μπακάλου-Ζαφείρη, για τις
πληροφορίες που μου έδωσαν.
1. Αργουζίνα: η Ευδοκία Νικολάου Μπάκαλου, σύζυγος του
δασκάλου Εμμανουήλ Πρωτοπαπαδάκη, πρωτότοκου γιού του Πρωτόπαπα Απεράθου Πέτρου
Πρωτοπαπαδάκη. Απέκτησε τρεις γιούς, τον Πέτρο, τον πρωθυπουργό Πέτρο
Πετροπαπαδάκη, τον Δημοσθένη και τον Νικόλα. Απετέλεσε υψηλό παράδειγμα ήθους
για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε νεότατη και πανέμορφη το θάνατο του
συζύγου της και στη συνέχεια την εκτέλεση του γιού της Πέτρου. Επίσης είναι από
τις πρώτες γυναίκες τ’ Απεραθιού που ξενιτεύτηκε για να δουλέψει και να
σπουδάσει τα παιδιά της. Μέχρι σήμερα η «(γ)ια(γ)ιά» η Αργουζίνα, αποτελεί
σημείο αναφοράς για τα πολυπληθή εγγόνια και δυσέγγονα των ανηψιών της τόσο της
πατρικής της οικογένειας όσο και της οικογένειας του συζύγου της. Είναι γνωστό
ότι στην απεραθίτικη διάλεκτο η (γ)ια(γ)ια είναι η θεία και η λαλά είναι η
γιαγιά.
2. Πρόκειται για την οικογένεια των Μπάκαλων, για τον
Μπακαλονικόλα, τον Μπακαλοφλώριο, τον Μπακαλονικόλα, κλπ. Ο Μπακαλοφλώριος,
μεγαλύτερος γιός του Μπακαλονικόλα και αδελφός της Αργουζίνας είναι ο κοινός
πρόγονος ενός μεγάλου μέρους των Απεραθιτών σήμερα αφού απέκτησε έντεκα παιδιά,
τρεις γιούς και οκτώ θυγατέρες. Ανηψιός του ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, ο γιατρός
Δημήτριος Μπάκαλος, κι ανάμεσα στα δισέγγονά του ο Μανώλης Γλέζος, ο Δημήτριος
Φραγκούλης, ο Βασίλης Σφυρόερας, ο Αντώνης Κατσουρός, ο Μιχάλης Εμμ. Μπαρδάνης.
3. Πρόκειται για τον συνταγματάρχη Φλώρο Μπάκαλο, γιο του
Μπακαλονικόλα και της Δημαρχοσοφιάς, δηλαδή της Σοφίας της μεγαλύτερης κόρης
του Δημήτρη Μπαρδάνη, Δημάρχου Απειρανθίας, ο οποίος σπούδασε στη Μεγάλη του
Γένους Σχολή, στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρξε υπασπιστής του Ελευθέριου Βενιζέλου
και κατά τη διάρκεια της αντίστασης ενάντια στους Ιταλογερμανούς αρχηγός του
εφεδρικού ΕΛΑΣ στη Νάξο.
4. Έχει καταγραφεί από τον Αντ. Φλ. Κατσουρό γύρω στο
1930, σύμφωνα με την υπαγόρευση του ιερέως Πέτρου Παπαηλία.
Βιβλιογραφία
Γ. Ζευγώλη, Ποιμενικά της ορεινής Νάξου, Λαογραφία,
τόμ.ΙΕ’, 1953 και Απεραθίτικα, 1, 1988.
Δ. Ζευγώλη-Γλέζου, Παροιμίες από την Απείρανθο της
Νάξου, Λαογραφία-Παράρτημα, 1963.
Ι. Θ. Κακριδής, Ξαναγυρίζοντας στον Όμηρο,
Θεσσαλονίκη 1971.
Αντ. Φλ. Κατσουρού, Αρνών ηδ’ ερίφων επιδήμιοι
αρπακτήρες, Ναξιακόν Ημερολόγιον, 1, 1955 και Ναξιακά, 1,1985.
Αντ. Φλ. Κατσουρού, [ Ποιμενικά] Αν γραφικό υλικό.