Αποτελεί πραγματικά παράδοξο (αλλά όχι σπάνιο) φαινόμενο η χρησιμοποίηση
από ορισμένους διανοούμενους ορθών θέσεων με λαθεμένες συσχετίσεις, που οδηγούν
αναγκαστικά σε παραπλανητικούς συλλογισμούς. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να
θεωρηθεί ως απλό λογικό ολίσθημα, ως απόρροια ατελούς γνώσης των δεδομένων ή ως
επιφανειακή προσέγγιση ενός προβλήματος ή ακόμη και ως συνειδητή προσπάθεια
εκτροπής της κοινής γνώμης. Στην περίπτωση του «Μακεδονικού ζητήματος» ξενίζει
και προκαλεί απορίες η διαπίστωση ότι εκπρόσωποι της δυτικής διανόησης
μετέρχονται συχνά σε αναλύσεις τους τέτοια πρακτική.
Φυσικά θα συμφωνήσω με τον ιστορικό Πιερ Βιντάλ-Νακέ (Κυριακάτικη, 12.6.1994), ότι είναι επικίνδυνο να υπερασπίζεται κανείς σήμερα μια εθνικιστική θέση στο όνομα μιας αρχαίας παρουσίας. Επικίνδυνο και ανώφελο. Άλλωστε, η Ελλάδα ποτέ δεν επιδίωξε να διεκδικήσει την Αλεξάνδρεια ή τη Μασσαλία, όπως απλοϊκά χαριτολογώντας σημειώνει ο Γάλλος ιστορικός. Ούτε έθεσε ποτέ ως στόχο τη διεκδίκηση άλλων μεσογειακών εδαφών, όπου είχε ακμάσει το ελληνικό στοιχείο κατά την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα και όπου ακόμη ακούγεται η ελληνική φωνή. Το αντίθετο έχει συμβεί. Η Ελλάδα έχασε περιοχές που αποτελούσαν εθνικές κοιτίδες και απ᾽ όπου διώχθηκε ο ελληνισμός μπροστά στα μάτια του δυτικού κόσμου. Μήπως θα θεωρηθεί εθνικισμός ακόμη και η ιστορική μνήμη; Είναι φανερό, ότι ο δυτικός κόσμος, που δεν έχει χάσει παρά μόνον τις αποικίες του, δυσκολεύεται ή δεν θέλει να κατανοήσει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τέτοιες ρευστότητες.
Επίσης συμφωνώ, ότι το σημερινό όνομα της Γαλλίας (France) προέρχεται από το όνομα του γερμανικού φύλου των Φράγκων και φυσικά θα ήταν παράδοξο οι σημερινοί κάτοικοι της γερμανικής Φραγκονίας να αμφισβητούν στους Γάλλους το δικαίωμα να αποκαλούνται με το εθνικό του όνομα Φράγκοι (Français). Γιατί στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για δανεισμό ή για υπεξαίρεση ξένου ονόματος, αλλά για διατήρηση του αρχικού εθνικού ονόματος ενός λαού και την επέκτασή του σε όλη τη χώρα που κατέκτησε.
Το αντίθετο συμβαίνει στην περίπτωση της προσκόλλησης του νεοσύστατου κράτους των Σκοπίων στο όνομα της «Μακεδονίας». Κανείς δεν έχει αντίρρηση ο λαός που κατοικεί τη χώρα να αποκληθεί με το εθνικό του όνομα (και κανένας λαός δεν πρέπει να απορρίπτει το εθνικό του όνομα, όποιο κι αν είναι). Αλλά αποτελεί ατόπημα η υπεξαίρεση ξένου εθνικού ονόματος με το πρόσχημα της γεωγραφικής αντιστοιχίας. Πρώτα απ᾽ όλα είναι γνωστό, ότι στον γεωγραφικό χώρο όπου εκτείνεται το κράτος των Σκοπίων, περιλαμβάνεται μικρό μόνον τμήμα της βόρειας Μακεδονίας, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του χώρου αυτού αντιστοιχεί στις περιοχές που έφεραν τα ονόματα της Παιονίας και της Δαρδανίας. Το κράτος, λοιπόν, αυτό όχι μόνον δεν ταυτίζεται με τον πολύ ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας, αλλά ούτε καν αποτελεί στο σύνολό του μακεδονικό έδαφος, ώστε να του επιτρέπεται, κατά γεωγραφική έστω παραχώρηση, η χρήση του ονόματος της Μακεδονίας και μάλιστα με τάσεις διεκδίκησης της αποκλειστικότητας του ονόματος αυτού. Φαίνεται ότι το στοιχείο αυτό δεν έχει γίνει αντιληπτό από τους δυτικούς.
Θα συμφωνούσα, βέβαια, ότι γενικά η ονομασία θα μπορούσε να μην έχει καμιά σημασία. Ο Σαίκσπηρ είχε αμφισβητήσει τη σημασία του ονόματος λέγοντας χαρακτηριστικά, ότι «αυτό που αποκαλούμε ρόδο με οποιοδήποτε άλλο όνομα θα μύριζε το ίδιο γλυκά» (Ρωμαίος και Ιουλιέττα). Ωστόσο, στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με ρόδο αλλά μάλλον με αγκάθι. Κι επειδή τα ονόματα έχουν τη δική τους σημαντική, είναι αδύνατο να ονομάσουμε το αγκάθι ρόδο, χωρίς να δημιουργήσουμε σύγχυση. Εκτός κι αν στόχος μας είναι να δημιουργηθεί σύγχυση, ώστε να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένες σκοπιμότητες.
Είναι γνωστό, ότι το κράτος των Σκοπίων κατοικείται από σύνολο εθνοτήτων με αριθμητικά επικρατέστερο το σλαβικό στοιχείο. Η επιβολή του σλαβικού εθνικού ονόματος στο σύνολο του πληθυσμού είναι ανέφικτη, διότι θα προκαλούσε οξύτατες αντιδράσεις στα ετερογενή μη σλαβικά στοιχεία, που θα οδηγούσαν πιθανότατα σε αυτονομιστικά ή ακόμη και αποσχιστικά κινήματα. Πολιτικά, λοιπόν, σκόπιμο είναι να χρησιμοποιηθεί ένα ουδέτερο όνομα, που θα μπορεί να καλύπτει όσο το δυνατόν ανώδυνα το σύνολο του πληθυσμού της χώρας. Από την άποψη αυτή το όνομα της «Μακεδονίας» με την πολλαπλή δυναμική του ανταποκρίνεται πλήρως στο κρίσιμο αίτημα. Βέβαια, το ίδιο καλά ανταποκρίνονται και άλλα ονόματα, όπως το επίσης αρχαίο όνομα της «Παιονίας» ή το λιγότερο εντυπωσιακό όνομα του «Άνω Αξιού». Όμως, τα ονόματα αυτά ή οποιοδήποτε άλλο δεν ανταποκρίνονται στο κυριότερο αίτημα της πολιτικής των Σκοπίων, που εκφράζεται με την αλυτρωτική προπαγάνδα σε βάρος της πραγματικής Μακεδονίας. Είναι πασιφανές ότι οι βόρειοι γείτονες γνωρίζουν σαφέστατα ότι το όνομα είναι το όχημα της εθνικιστικής πολιτικής και γι᾽ αυτό επιμένουν στη χρήση του. Με αυτά τα δεδομένα θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο να πιστέψουμε «ότι το πρόβλημα της ονομασίας είναι ένα πρόβλημα απολύτως άνευ σημασίας», όπως μεγαλόψυχα τονίζει ο ιστορικός Πιέρ Βιντάλ-Νακέ.
Όπωσδήποτε, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω απόλυτα μαζί του, ότι είναι «θλιβερό Έλληνες και Σλάβοι να αλληλοσπαράζονται γύρω από ένα όνομα». Θλιβερό και απαράδεκτο. Αντί, λοιπόν, οι δυτικοί διανοούμενοι και οι ιστορικοί να προσπαθήσουν να πείσουν τους Έλληνες να παραιτηθούν από τα ιστορικά τους δικαιώματα (χρησιμοποιώντας μάλιστα ως όπλο θωπείες του τύπου «Η Ελλάδα, μια χώρα με μεγάλο παρελθόν, είναι σε θέση να αποφύγει τέτοιες εθνικιστικές εξάρσεις») ας προσπαθήσουν καλύτερα να πείσουν τους συμπαθείς γείτονές μας να εκτιμήσουν περισσότερο την πραγματική τους ιστορία και το εθνικό τους όνομα, όποιο κι αν είναι, και να αφήσουν το μακεδονικό όνομα στους νόμιμους κατόχους του. Έτσι θα αποφευχθεί και το οξύμωρο σχήμα να φέρουν το ίδιο εθνικό όνομα με τη βυζαντινή δυναστεία των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, που την εκπροσώπησε περίλαμπρα ο Βασίλειος ο Β´, νικητής του Σαμουήλ που οι Σλάβοι των Σκοπίων θεωρούν εθνικό τους ηγεμόνα.
Ως προς το ζήτημα αν οι Μακεδόνες κατά την κλασική εποχή θεωρούνταν Έλληνες, πράγμα που τόσο έντονα αμφισβητεί ο Βιντάλ-Νακέ, πιστεύω ότι η απάντηση έχει ήδη δοθεί από τον Ηρόδοτο που βεβαιώνει ότι ήταν ομογενείς και προπάτορες των Δωριέων (Ι, 56 και VΙΙΙ, 43), που κατ᾽ αυτόν ήταν οι κατ᾽ εξοχήν Έλληνες. Άλλωστε, ο βασιλιάς των Μακεδόνων Αλέξανδρος Α´ που είχε περίτρανα διακηρύξει προς τους Πέρσες, ότι ήταν «ἀνὴρ Ἕλλην» (Ηρόδοτος V, 20), είχε πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες του 496 π. Χ. (είναι γνωστό ότι μόνον Έλληνες γίνονταν δεκτοί στους αγώνες αυτούς) και για τη νίκη του υμνήθηκε από τον Πίνδαρο. Όλα αυτά είναι πασίγνωστα και αδιαμφισβήτητα.
Είναι φανερό, ότι το πρόβλημα δεν είναι απλά και μόνον αν θα επιτραπεί στο κράτος των Σκοπίων η χρήση του ονόματος της Μακεδονίας, αλλά να διαπιστωθεί και να αποκαλυφθεί η σκοπιμότητα που επιβάλλει αυτή την επιλογή και την εμμονή σ᾽ αυτή. Σεβόμαστε τη σκέψη των δυτικών διανοητών και σε πολλά σημεία συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες τους. Όμως, δεν είναι δυνατόν να μην επισημάνουμε ορισμένα μικρά, αλλά ουσιώδη, λογικά ολισθήματα και την επιζήτηση μιας μονομερούς μεγαθυμίας για την επίλυση αυτού του ακανθώδους πολιτικού ζητήματος.
Φυσικά θα συμφωνήσω με τον ιστορικό Πιερ Βιντάλ-Νακέ (Κυριακάτικη, 12.6.1994), ότι είναι επικίνδυνο να υπερασπίζεται κανείς σήμερα μια εθνικιστική θέση στο όνομα μιας αρχαίας παρουσίας. Επικίνδυνο και ανώφελο. Άλλωστε, η Ελλάδα ποτέ δεν επιδίωξε να διεκδικήσει την Αλεξάνδρεια ή τη Μασσαλία, όπως απλοϊκά χαριτολογώντας σημειώνει ο Γάλλος ιστορικός. Ούτε έθεσε ποτέ ως στόχο τη διεκδίκηση άλλων μεσογειακών εδαφών, όπου είχε ακμάσει το ελληνικό στοιχείο κατά την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα και όπου ακόμη ακούγεται η ελληνική φωνή. Το αντίθετο έχει συμβεί. Η Ελλάδα έχασε περιοχές που αποτελούσαν εθνικές κοιτίδες και απ᾽ όπου διώχθηκε ο ελληνισμός μπροστά στα μάτια του δυτικού κόσμου. Μήπως θα θεωρηθεί εθνικισμός ακόμη και η ιστορική μνήμη; Είναι φανερό, ότι ο δυτικός κόσμος, που δεν έχει χάσει παρά μόνον τις αποικίες του, δυσκολεύεται ή δεν θέλει να κατανοήσει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τέτοιες ρευστότητες.
Επίσης συμφωνώ, ότι το σημερινό όνομα της Γαλλίας (France) προέρχεται από το όνομα του γερμανικού φύλου των Φράγκων και φυσικά θα ήταν παράδοξο οι σημερινοί κάτοικοι της γερμανικής Φραγκονίας να αμφισβητούν στους Γάλλους το δικαίωμα να αποκαλούνται με το εθνικό του όνομα Φράγκοι (Français). Γιατί στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για δανεισμό ή για υπεξαίρεση ξένου ονόματος, αλλά για διατήρηση του αρχικού εθνικού ονόματος ενός λαού και την επέκτασή του σε όλη τη χώρα που κατέκτησε.
Το αντίθετο συμβαίνει στην περίπτωση της προσκόλλησης του νεοσύστατου κράτους των Σκοπίων στο όνομα της «Μακεδονίας». Κανείς δεν έχει αντίρρηση ο λαός που κατοικεί τη χώρα να αποκληθεί με το εθνικό του όνομα (και κανένας λαός δεν πρέπει να απορρίπτει το εθνικό του όνομα, όποιο κι αν είναι). Αλλά αποτελεί ατόπημα η υπεξαίρεση ξένου εθνικού ονόματος με το πρόσχημα της γεωγραφικής αντιστοιχίας. Πρώτα απ᾽ όλα είναι γνωστό, ότι στον γεωγραφικό χώρο όπου εκτείνεται το κράτος των Σκοπίων, περιλαμβάνεται μικρό μόνον τμήμα της βόρειας Μακεδονίας, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του χώρου αυτού αντιστοιχεί στις περιοχές που έφεραν τα ονόματα της Παιονίας και της Δαρδανίας. Το κράτος, λοιπόν, αυτό όχι μόνον δεν ταυτίζεται με τον πολύ ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας, αλλά ούτε καν αποτελεί στο σύνολό του μακεδονικό έδαφος, ώστε να του επιτρέπεται, κατά γεωγραφική έστω παραχώρηση, η χρήση του ονόματος της Μακεδονίας και μάλιστα με τάσεις διεκδίκησης της αποκλειστικότητας του ονόματος αυτού. Φαίνεται ότι το στοιχείο αυτό δεν έχει γίνει αντιληπτό από τους δυτικούς.
Θα συμφωνούσα, βέβαια, ότι γενικά η ονομασία θα μπορούσε να μην έχει καμιά σημασία. Ο Σαίκσπηρ είχε αμφισβητήσει τη σημασία του ονόματος λέγοντας χαρακτηριστικά, ότι «αυτό που αποκαλούμε ρόδο με οποιοδήποτε άλλο όνομα θα μύριζε το ίδιο γλυκά» (Ρωμαίος και Ιουλιέττα). Ωστόσο, στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με ρόδο αλλά μάλλον με αγκάθι. Κι επειδή τα ονόματα έχουν τη δική τους σημαντική, είναι αδύνατο να ονομάσουμε το αγκάθι ρόδο, χωρίς να δημιουργήσουμε σύγχυση. Εκτός κι αν στόχος μας είναι να δημιουργηθεί σύγχυση, ώστε να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένες σκοπιμότητες.
Είναι γνωστό, ότι το κράτος των Σκοπίων κατοικείται από σύνολο εθνοτήτων με αριθμητικά επικρατέστερο το σλαβικό στοιχείο. Η επιβολή του σλαβικού εθνικού ονόματος στο σύνολο του πληθυσμού είναι ανέφικτη, διότι θα προκαλούσε οξύτατες αντιδράσεις στα ετερογενή μη σλαβικά στοιχεία, που θα οδηγούσαν πιθανότατα σε αυτονομιστικά ή ακόμη και αποσχιστικά κινήματα. Πολιτικά, λοιπόν, σκόπιμο είναι να χρησιμοποιηθεί ένα ουδέτερο όνομα, που θα μπορεί να καλύπτει όσο το δυνατόν ανώδυνα το σύνολο του πληθυσμού της χώρας. Από την άποψη αυτή το όνομα της «Μακεδονίας» με την πολλαπλή δυναμική του ανταποκρίνεται πλήρως στο κρίσιμο αίτημα. Βέβαια, το ίδιο καλά ανταποκρίνονται και άλλα ονόματα, όπως το επίσης αρχαίο όνομα της «Παιονίας» ή το λιγότερο εντυπωσιακό όνομα του «Άνω Αξιού». Όμως, τα ονόματα αυτά ή οποιοδήποτε άλλο δεν ανταποκρίνονται στο κυριότερο αίτημα της πολιτικής των Σκοπίων, που εκφράζεται με την αλυτρωτική προπαγάνδα σε βάρος της πραγματικής Μακεδονίας. Είναι πασιφανές ότι οι βόρειοι γείτονες γνωρίζουν σαφέστατα ότι το όνομα είναι το όχημα της εθνικιστικής πολιτικής και γι᾽ αυτό επιμένουν στη χρήση του. Με αυτά τα δεδομένα θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο να πιστέψουμε «ότι το πρόβλημα της ονομασίας είναι ένα πρόβλημα απολύτως άνευ σημασίας», όπως μεγαλόψυχα τονίζει ο ιστορικός Πιέρ Βιντάλ-Νακέ.
Όπωσδήποτε, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω απόλυτα μαζί του, ότι είναι «θλιβερό Έλληνες και Σλάβοι να αλληλοσπαράζονται γύρω από ένα όνομα». Θλιβερό και απαράδεκτο. Αντί, λοιπόν, οι δυτικοί διανοούμενοι και οι ιστορικοί να προσπαθήσουν να πείσουν τους Έλληνες να παραιτηθούν από τα ιστορικά τους δικαιώματα (χρησιμοποιώντας μάλιστα ως όπλο θωπείες του τύπου «Η Ελλάδα, μια χώρα με μεγάλο παρελθόν, είναι σε θέση να αποφύγει τέτοιες εθνικιστικές εξάρσεις») ας προσπαθήσουν καλύτερα να πείσουν τους συμπαθείς γείτονές μας να εκτιμήσουν περισσότερο την πραγματική τους ιστορία και το εθνικό τους όνομα, όποιο κι αν είναι, και να αφήσουν το μακεδονικό όνομα στους νόμιμους κατόχους του. Έτσι θα αποφευχθεί και το οξύμωρο σχήμα να φέρουν το ίδιο εθνικό όνομα με τη βυζαντινή δυναστεία των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, που την εκπροσώπησε περίλαμπρα ο Βασίλειος ο Β´, νικητής του Σαμουήλ που οι Σλάβοι των Σκοπίων θεωρούν εθνικό τους ηγεμόνα.
Ως προς το ζήτημα αν οι Μακεδόνες κατά την κλασική εποχή θεωρούνταν Έλληνες, πράγμα που τόσο έντονα αμφισβητεί ο Βιντάλ-Νακέ, πιστεύω ότι η απάντηση έχει ήδη δοθεί από τον Ηρόδοτο που βεβαιώνει ότι ήταν ομογενείς και προπάτορες των Δωριέων (Ι, 56 και VΙΙΙ, 43), που κατ᾽ αυτόν ήταν οι κατ᾽ εξοχήν Έλληνες. Άλλωστε, ο βασιλιάς των Μακεδόνων Αλέξανδρος Α´ που είχε περίτρανα διακηρύξει προς τους Πέρσες, ότι ήταν «ἀνὴρ Ἕλλην» (Ηρόδοτος V, 20), είχε πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες του 496 π. Χ. (είναι γνωστό ότι μόνον Έλληνες γίνονταν δεκτοί στους αγώνες αυτούς) και για τη νίκη του υμνήθηκε από τον Πίνδαρο. Όλα αυτά είναι πασίγνωστα και αδιαμφισβήτητα.
Είναι φανερό, ότι το πρόβλημα δεν είναι απλά και μόνον αν θα επιτραπεί στο κράτος των Σκοπίων η χρήση του ονόματος της Μακεδονίας, αλλά να διαπιστωθεί και να αποκαλυφθεί η σκοπιμότητα που επιβάλλει αυτή την επιλογή και την εμμονή σ᾽ αυτή. Σεβόμαστε τη σκέψη των δυτικών διανοητών και σε πολλά σημεία συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες τους. Όμως, δεν είναι δυνατόν να μην επισημάνουμε ορισμένα μικρά, αλλά ουσιώδη, λογικά ολισθήματα και την επιζήτηση μιας μονομερούς μεγαθυμίας για την επίλυση αυτού του ακανθώδους πολιτικού ζητήματος.
[Δημοσιεύθηκε στο
περιοδικό «Περίπλους», τεύχος 40, Καλοκαίρι 1995].