Η Αραβοκρατία (823 – 961) στη Νάξο



Από τον 9ο αι. (τέλη της δεκαετίας του 820) έως και τον 10ο αι. (μέχρι το 961) δημιουργείται από Άραβες, προερχόμενους από την Ανδαλουσία της Ισπανίας, και κυριαρχεί στο Αιγαίο, το Εμιράτο της Κρήτης.
    Παρουσιάζει ενδιαφέρον για τη διαμόρφωση της νησιωτικής ταυτότητας στο Αιγαίο, της Κυκλαδίτικης γενικότερα, της Ναξιώτικης ειδικότερα, το καθεστώς της Αραβοκρατίας; Πόσο σημαντική υπήρξε αυτή η ιστορία των 150 και πλέον χρόνων για την ζωή των νησιωτικών πληθυσμών;
    Κάτοικοι των νησιών και παράλιων Ελλαδικών περιοχών αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τους τόπους τους που ερημώθηκαν και αποτέλεσαν ναυτικές βάσεις της αραβο-κρητικής στρατιωτικής-εμπορικής ηγεμονίας. Άλλοι απ’ αυτούς πουλήθηκαν σαν δούλοι στα δουλοπάζαρα της Ανατολής κι άλλοι, όπως οι Ναξιώτες, έγιναν φόρου υποτελείς στους Αραβο-ισπανούς του Κρητικού Εμιράτου.
      Μελετητές αποδίδουν τις ανεικονικές παραστάσεις που διασώθηκαν σε βυζαντινούς ναούς της Νάξου και χρονολογούνται αυτήν την περίοδο στον φόβο που ένοιωθαν οι κάτοικοι του νησιού εξαιτίας της παρουσίας των Αραβοκρητικών. Αρνούνται έτσι να δεχτούν την αποδοχή της Εικονομαχίας από τον λαό, τον κλήρο και τους κρατικούς αξιωματούχους του νησιού.
    Για τον γράφοντα αυτά τα 150 και πλέον χρόνια παραγωγής και αναπαραγωγής της ζωής στη Νάξο αποτελούν ένα από τους κρίκους της ιστορίας της και θέλει να τα γνωρίζει.
    Τρία χρόνια περίπου πριν την άφιξη και εγκατάσταση των Αραβο-ισπανών στην Κρήτη και την οργάνωση της ηγεμονίας τους, του Εμιράτου, στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου, - που αποτέλεσαν δίκτυο στρατιωτικών και εμπορικών βάσεων - εμφύλια σύρραξη, που κράτησε τρία χρόνια, εξασθένισε την αυτοκρατορία. Το κίνημα του Θωμά του Σλάβου (821-823), όπως έμεινε γνωστή αυτή η σύρραξη, σαν κοινωνικό φαινόμενο «μπορεί να χαρακτηριστεί θαυμάσια αγροτική εξέγερση που αδυνατεί να επιβληθεί στο αστικό κέντρο εξουσίας, την Κωνσταντινούπολη. Είναι ίσως η πρώτη φορά που ο λαός της υπαίθρου δείχνει να συνειδητοποιεί απόλυτα ότι δεν μπορεί να ελπίζει ούτε στην αυτοκρατορική εξουσία, ούτε στη στρατιωτική ηγεσία. Ενάντιά τους ενώνονται εικονομάχοι και εικονολάτρες, στρατός και κλήρος και η ορθοδοξία που επικαλείται ο Θωμάς δε συγκινεί κανένα. Η συντριβή της εξέγερσης του Θωμά σημαίνει και την απαρχή της απόλυτης κυριαρχίας της αριστοκρατίας […]», γράφει ο Τηλ. Λουγγής.
     Ο Τηλ. Λουγγής  με σαφήνεια περιγράφει την εξέλιξη και την κατάληξη, μετά από εκατό χρόνια, των μεταρρυθμίσεων των Ισαύρων, την αποτυχία τους, της οποίας μάρτυρας αδιάψευστος είναι η επικράτηση μιας νέας αριστοκρατίας που γεννήθηκε  στους κόλπους της Εικονομαχίας.
   Το κίνημα του Θωμά – που, μεταξύ των άλλων ως συνέπεια είχε την καταστροφή του βυζαντινού στόλου που επέτρεψε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στον στόλο των Αραβο-ισπανών - υποστήριξαν οι Κυκλάδες. Όμως δεν γνωρίζουμε ποιες απ’ αυτές, ούτε και το είδος της βοήθειας την οποία προσέφεραν. Γιατί υποστήριξαν το κίνημα αυτό; Μήπως επειδή σ' αυτή τη νησιωτική πολιτεία μεγάλωνε ανεξέλεγκτα ο αριθμός των παροίκων, αυξάνονταν ο αριθμός των κτημάτων που περνούσαν στα χέρια γαιοκτημόνων και την διοίκηση (φορολογία) την χαρακτήριζε η αυθαιρεσία; Η απάντηση βρίσκεται εδώ: «Ο λαός της υπαίθρου δείχνει να συνειδητοποιεί απόλυτα ότι δεν μπορεί να ελπίζει ούτε στην αυτοκρατορική εξουσία, ούτε στη στρατιωτική ηγεσία». Η Νάξος και τον 9ο και τον 10ο αι. παραμένει αγροτική και κτηνοτροφική. Οι στρατιώτες-καλλιεργητές και κτηνοτρόφοι υπερτερούν σε σχέση με κάθε άλλη κοινωνική ομάδα. Ωστόσο δέχονται τις πιέσεις της κρατικής διοίκησης και της γαιοκτησίας. Επομένως δεν είναι περίεργο το ότι τα Κυκλαδονήσια προσχωρούν και υποστηρίζουν, όπως και άλλες επαρχίες, το κίνημα του Θωμά. Αν δεν καταλάβουμε τη σημασία του είναι δύσκολο να κατανοήσουμε την αραβική από την Ισπανία διείσδυση. Κυρίως το γιατί δεν υπήρξε σοβαρή αντίσταση στην προέλαση των Αραβο-ισπανών. Αυτή η τριετία εμφυλίου πολέμου έφερε σε πολύ δύσκολη θέση την Αυτοκρατορία.
    Το 823 ο επικεφαλής των Αραβο-Ισπανών Αμπού Χαψ Ομάρ Α’, που στα βυζαντινά κείμενα είναι γνωστός ως Απόχαψ, προσεγγίζει  τη Νάξο. Το 827, περίπου, Άραβες που είχαν εκδιωχθεί από την Ισπανία, από την Ανδαλουσία, καταλαμβάνουν την Κρήτη και ιδρύουν ηγεμονία, Εμιράτο. Αυτή η ηγεμονία περιελάμβανε πολλά από τα νησιά του Αιγαίου που υποχρεώθηκαν να γίνουν ναυτικές βάσεις για στρατιωτικές και εμπορικές επιχειρήσεις είτε να πληρώνουν φόρο υποτέλειας. Τα νησιά θα αποσπαστούν από τον κορμό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και θα νοιώσουν με τον χειρότερο τρόπο, κάποια απ’ αυτά, την ασφυκτική παρουσία των Αραβοκρητικών: λεηλατήθηκαν, ερημώθηκαν, οι κάτοικοι τους πουλήθηκαν σε δουλοπάζαρα.
    Οι Ναξιώτες έγιναν φόρου υποτελείς στους εξ Ισπανίας 'Αραβες της Κρήτης. Κάποιοι, ανάμεσα σ' αυτούς, μαύροι, τρανοί πολεμιστές, που ο λαός τους είχε δαιμονοποιήσει, έμειναν γνωστοί ως Ατσιπάδες ή Ατσουπάδες.
    Αυτά τα χρόνια, επί βασιλείας Μιχαήλ Β’ (820-829), καταβάλλεται προσπάθεια για την αναδιοργάνωση του βυζαντινού στόλου με σκοπό την ανακατάληψη της αραβοκρατούμενης Κρήτης και την απελευθέρωση άλλων μικρότερων νησιών, μ’ επικεφαλής τον Νικηφόρο Ωορύφα. Αν και η εκστρατεία δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα ο νέος βυζαντινός στόλος με την ονομασία τεσσαρακοντάριον ή σαρακοντάριος στρατός, - από την έκτατη αμοιβή κάθε στρατιώτη με το ποσό των σαράντα νομισμάτων - ανέλαβε σε μόνιμη βάση τη φρούρηση των νησιών καθώς και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Αράβων της Κρήτης. Για κάποιο χρονικό διάστημα οι επιθέσεις των Αράβων περιορίστηκαν ή και διακόπηκαν, και καθώς το βυζαντινό ναυτικό ανέκτησε την πρωτοβουλία των κινήσεων στο Αιγαίο, τα νησιά και τα παράλια της περιοχής ανέπνευσαν.
   Ποια χρονολογία η Νάξος έγινε υπόφορος στους Αραβοκρητικούς δεν είναι εξακριβωμένο. Ο Γεωρ. Δημητροκάλλης, μελετώντας το ναό του Αγίου Μάμαντα στην Ποταμιά, υποστήριξε αρχικά, βασιζόμενος στη συγκριτική μελέτη των αναλογιών του ναού, ότι οι «Νάξιοι είχαν απαλλαγεί από τα δεινά της πειρατείας, με την πληρωμή ετήσιου φόρου» στους Άραβες της Κρήτης, ώστε είχαν την οικονομική άνεση για την ανέγερση του ναού. Επομένως, τέλη του 800, υποστηρίζει ο Γ. Δημητροκάλλης, οι Ναξιώτες είχαν απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής του φόρου κι αυτό τους έδινε την οικονομική δυνατότητα για την ανέγερση ενός τέτοιου μεγαλοπρεπή ναού. Ωστόσο, ο έγκριτος ερευνητής και μελετητής θα υποστηρίξει αργότερα ότι «[…] ίσως θα πρέπει να καταλήξουμε στο ότι μια επανεξέταση της χρονολογίας του (του ναού) δεν θα ήταν άσκοπη. Ίσως δηλαδή ο Άγιος Μάμας να κτίσθηκε μετά την κατά το 961 απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες, με αυτοκρατορική ή πατριαρχική ενίσχυση, αλλά και ιδέες και αρχιτεκτονικά μορφολογικά πρότυπα «εισαγωγής», ξένα δηλαδή προς την Νάξο». Επομένως η ανέγερση του Αγίου Μάμαντα, σύμφωνα με αυτή τη δεύτερη ανάγνωση, δεν οφείλεται στην εξοικονόμηση οικονομικών πόρων από τη μη καταβολή του φόρου στους Αραβοκρητικούς και, επομένως, συμπεραίνουμε, ότι η αραβοκρατία συνεχιζόταν στη Νάξο ως την ανάκτηση της Κρήτης. Τι από τα δύο ισχύει;
    Αυτή την άποψη, ότι η Αραβοκρατία στη Νάξο συνεχιζόταν και κατά τον 10ο αι., ενισχύει η μαρτυρία του Ιωάννη Καμενιάτη, το 904, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε από τον Λέοντα τον Τριπολίτη, όταν κυριεύτηκε και λεηλατήθηκε η Θεσσαλονίκη: κατά την επιστροφή προς Δαμασκό πέρασαν από τη Νάξο "εξ ης οι την Κρήτην οικούντες φόρους λαμβάνουσιν", γράφει ο Καμενιάτης. Ο Παναγιώτης Γιαννόπουλος (Byzantins et Arabes) διατυπώνει την άποψη ότι εδώ, στη Νάξο, οι Άραβες της Κρήτης πρέπει να είχαν δημιουργήσει κάποια ναυτική βάση, άν κρίνουμε και από το τοπωνύμιο Αλαβανδάρα (αραβικής ετυμολογίας), στις "αφιλόξενες βραχώδεις βορειοανατολικές ακτές του νησιού".
    Αλλά την παρουσία της Αραβοκρατίας και τις συνέπειές της στη Νάξο «ενισχύει» το γεγονός ότι στους ναούς του νησιού συνεχίζεται ο ανεικονικός διάκοσμος. Όπως ήδη αναφέρθηκε, από μελετητές διατυπώθηκε το ερώτημα-υπόθεση αν το ανεικονικό ρεύμα, που συνεχίζεται και κατά την περίοδο αυτή, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι «αποτελεί τοπική πρωτοβουλία κάτω από την αραβική επίδραση», επιτήρηση.
    Σχετικά με το ζήτημα αυτό η Αγάπη Βασιλάκη υποστηρίζει ότι σ' αντίθεση μ' άλλους ναούς στην Πόλη, στην Θεσσαλονίκη, την Νίκαια, που χρονολογούνται στον 9ο αι. δεν παρατηρείται σ' αυτές μουσουλμανική επίδραση. «Η γενική εντύπωση που δίνουν οι τοιχογραφίες της Αγίας Κυριακής και του Αγίου Αρτεμίου, στη Νάξο, είναι τελείως διαφορετική. Η σωρευμένη ποικιλία διαφορετικών θεμάτων, ο τρόπος που συνδέονται μεταξύ τους, ο φόβος του κενού θυμίζουν ανατολική νοοτροπία και μνημεία μουσουλμανικά». Σχετικά με το ίδιο ζήτημα ο Γεώρ. Δημητροκάλλης παρατηρεί ότι: «Οφείλω να παρατηρήσω ότι το να θεωρείται κάθε ανεικονική τοιχογραφία εικονομαχική και να τοποθετείται χρονολογικά προ του 843, είναι λάθος. Το 843 έγινε η Αναστήλωση των Εικόνων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι τότε ζωγράφοι[…] μπορούσαν από τη μια μέρα στη άλλη ν’ αρχίσουν να ζωγραφίζουν αγίους. Έστω κι αν οι νέοι ζωγράφοι δέχθηκαν με ενθουσιασμό την «νέα εικονιστική σχολή», ήταν απαραίτητος ένας κάποιος χρόνος μαθητείας και σπουδής, γι’ αυτό και πιστεύω ότι το εικονομαχικό θεματολόγιο θα εξακολούθησε επί πολύ, ιδίως από ζωγράφους μιας κάποιας ηλικίας να εφαρμόζεται.[…] Στην Κωνσταντινούπολη η «αλλαγή» ίσως ήταν ταχύτατη[…] Στην απομονωμένη Νάξο, λόγω της παρουσίας των Αράβων στο Αιγαίο, το 843 ασφαλώς άργησε να φθάσει… Οι νέοι ζωγράφοι μπορεί, έστω και χωρίς μαθητεία, να στράφηκαν προς τη "νέα τέχνη", άλλοι όμως θα εξακολουθήσουν να εργάζονται "παραδοσιακά" για μια ή δύο δεκαετίες ή και περισσότερο".
    Ωστόσο η Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου παρατηρεί ότι "οι ανεικονικές τοιχογραφίες δεν καταστράφηκαν ούτε καλύφθηκαν σε μέρος ή όλο από εικονιστικές παραστάσεις παρά πολύ αργότερα (από το 843)". Φταίει γι' αυτό η αραβική παρουσία; Φοβόντουσαν οι Ναξιώτες ζωγράφοι ώστε να συμμορφωθούν στις τεχνοτροπίες των Αραβοκρητικών; Οι απόψεις για τη ζωγραφική ικανότητα των εντοπίων ζωγράφων δεν απηχούν την πραγματικότητα: δεν είναι απαραίτητο να περάσουν είκοσι και τριάντα χρόνια για να αρχίσουν οι ζωγράφοι να ζωγραφίζουν με τους κανόνες της νέας "εικονιστικής σχολής" και μ' αυτή την επιχειρηματολογία να αιτιολογείται η συνέχιση του ανεικονικού διάκοσμου ή και να αποδίδεται στην παρουσία των Αραβοκρητικών. Αλλά και ο ισχυρισμός ότι η Νάξος ήταν πράγματι απομονωμένη κάτω από τους αραβοκρητικούς ευσταθεί; Μπορεί εν τέλει ο ανεικονικός διάκοσμος να αποδοθεί στην "παρουσία" του αραβικού στοιχείου στο νησί;
    Οι Άραβες, πολύ πριν την άφιξη και εγκατάσταση των εξ Ισπανίας Ανδαλουσιανών, δεν ήταν άγνωστοι στους νησιώτες, στο  Αιγαίο. Γνώριζαν τους "λεβέντες", τους πειρατές, πολύ καλά, αλλά τους γνώριζαν και ως εμπόρους. Μάλιστα αρκετά από τα νησιά είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με Άραβες εμπόρους. Το εμπόριο με τους Άραβες λειτουργούσε κανονικά ενώ τον 9ο αι. θα αναπτυχθεί ακόμα περισσότερο. Άλλωστε στα τέλη του 8ου αρχές του 9ου αι. η βυζαντινή επαρχία δίνει δείγματα ανάκαμψης. Γύρω στα 830 τα ταξίδια στο Αιγαίο Πέλαγος είχαν αρχίσει πάλι, παρά τον κίνδυνο των επιδρομών των Αράβων της Κρήτης. Η "συνήθεια" να διατηρούν εμπορικές σχέσεις διατηρήθηκε μέχρι και τον 18ο αι., όπως έδειξε πρόσφατα ο Δημ. Δημητρόπουλος. Έμοιαζαν μ' αυτούς τους Άραβες οι  Ανδαλουσιανοί; Οι εξ Ισπανίας Άραβες ποιοι πραγματικά ήσαν;
    Με καταγωγή από την Ανδαλουσία της Ισπανίας οι μετέπειτα Αραβοκρητικοί εκδιώχθηκαν με τις οικογένειές τους μετά την αποτυχημένη εξέγερση εναντίον του Εμίρη της Κόρδοβα. Κάποιοι απ' αυτούς κατέφυγαν στο Μαρόκο όπου και εγκαταστάθηκαν. Ένα άλλο τμήμα επιβιβάστηκε στα πλοία και κατευθύνθηκε ανατολικά, προς την Αίγυπτο. Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού γνώρισαν περιοχές, παράλιες και νησιά, της Μεσογείου τις οποίες επισκέφθηκαν κατ' επανάληψη, και μετά την εγκατάστασή τους στην Αίγυπτο (818) και στην παρακμασμένη Κρήτη (μετά το 825). Κάποιες από τις περιοχές αυτές τις λεηλάτησαν, σε κάποιες άλλες άφησαν όσους ήθελαν να μείνουν για τους δικούς τους λόγους, αλλά και γιατί αυτή η εγκατάσταση υπηρετούσε τελικά τις απώτερες στρατηγικές επιδιώξεις τους, άλλες τις ερήμωσαν, χρησιμοποιώντας τις σαν στρατιωτικές βάσεις, κι άλλες τις κατέστησαν φόρου υποτελείς, όπως τη Νάξο. Αυτή ήταν η γαιοστρατιωτική πολιτική τους στο Αιγαίο, μια πολιτική που εφαρμόστηκε στη διάρκεια δέκα πέντε και πλέον χρόνων.         
    Οι Ανδαλουσιανοί ήταν κυρίως αστοί, που μετά την κατάκτηση συνδύασαν εμπόριο και πόλεμο, δηλαδή πειρατεία, απ' όπου αποκόμιζαν κέρδη. Δεν είχαν κανένα πολιτικό, θρησκευτικό ή οικονομικό λόγο να μετατρέψουν τους χριστιανούς σε μουσουλμάνους. "Αντίθετα - μας πληροφορεί ο Δημ. Τσουγκαράκης - το οικονομικό τους συμφέρον τους υπαγόρευε από τη μια τη δυνατότητα συλλογής φόρων κι από την άλλη την παραγωγή προϊόντων... και για τις ανάγκες της τοπικής αγοράς, αλλά και για εμπόριο και εξαγωγή". Αυτή τη στάση πρέπει να τήρησαν και στη Νάξο.
    Το 823 ο Abu Hafs, ο Απόχαψ στα βυζαντινά κείμενα, πέρασε από τη Νάξο, πριν την κατάκτηση της Κρήτης. Τι ακριβώς συνέβη δεν το γνωρίζουμε. Η ονομασία ενός χωριού, η Άχαψη (σημερινή Γαλήνη), στη βόρεια ακτή του νησιού, στην εύφορη κοιλάδα των Εγκαρών, αποτελεί, ίσως, μαρτυρία αυτού του περάσματος. Σ' ολόκληρη τη Νάξο εγκαταστάθηκαν; Πιστεύουμε, αν ερμηνεύουμε σωστά τα τοπωνύμια, ότι η εγκατάσταση αυτή έγινε στην εύφορη κοιλάδα των Εγκαρών, στην περιοχή της Κωμιακής, της Κορώνου, και του σημερινού Κινίδαρου. Από την έκταση της γης στην οποία υποθέτουμε ότι εγκαταστάθηκαν συμπεραίνουμε ότι ο αριθμός τους δεν ήταν μεγάλος κι ότι ήταν μικροκαλλιεργητές.
    Πιθανολογούμε λοιπόν ότι οι Ανδαλουσιανοί Άραβες στη Νάξο, μικροϊδιοκτήτες οι ίδιοι, γρήγορα αναμείχθηκαν με τους ντόπιους μικροκαλλιεργητές και συμβίωναν όπως η κατηγορία αυτή των κτηματιών γνωρίζει. Αυτοί οι μικροϊδιοκτήτες δεν μπορούσαν να επιβάλλουν κανόνες στην τέχνη γενικότερα και ειδικότερα στη θρησκευτική, καθώς μάλιστα η θρησκεία δεν ήταν το βασικό τους μέλημα.
    Ο κίνδυνος για τη Νάξο, όπως και για το σύνολο των κτήσεων της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο κίνδυνος για την ασφάλεια και τη σταθερότητα του συστήματος των θεμάτων προερχόταν από την εξέλιξη του ίδιου του συστήματος: από τη μια η συνεχής προσπάθεια των γαιοκτημόνων να αυξήσουν τα κτήματά τους σε βάρος των μικρών ελευθέρων παραγωγών, των στρατιωτών δηλαδή, που μετατρέπονταν σε πάροικους, κι από τη άλλη η διαφθορά και οι καταχρήσεις του ίδιου του συστήματος, που εκτός των άλλων είχε περιορίσει την στρατιωτική ικανότητα των νησιωτών. Περιορίζονται λοιπόν οι ελεύθεροι καλλιεργητές, αυξάνονται οι πάροικοι και τα κτήματά τους συναπαρτίζουν την άρχουσα πολιτική δύναμη. Καταλαβαίνουμε λοιπόν τους λόγους που οδήγησαν στην αγροτική εξέγερση, το "κίνημα" του Θωμά του Σλάβου, αλλά και την άνετη επικράτηση των Ανδαλουσιανών Αράβων. Κατά συνέπεια πρέπει να υποθέσουμε ότι οι Ναξιώτες, μικροί και μεσαίοι ιδιοκτήτες καθώς και οι γαιοκτήμονες, διατήρησαν τους τίτλους κυριότητας που τους είχαν αναγνωριστεί από τους Βυζαντινούς και δεν διέτρεξαν κίνδυνο από την "εγκατάσταση" στο νησί των Αραβοκρητικών. Αυτή η πολιτική που εφήρμοζαν οι Άραβες ήταν ο ασφαλέστερος τρόπος είσπραξης φόρων. Καταλαβαίνουμε επίσης τα γραφόμενα από τον Καμενιάτη που είδε Ναξιώτες να υποδέχονται τον Λέοντα Τριπολίτη και να του προσφέρουν δώρα.  Αν αυτή υπήρξε η κατάσταση των Αράβων στη Νάξο είναι δύσκολο να δεχτούμε ότι ο ανεικονικός διάκοσμος στους βυζαντινούς ναούς του νησιού οφειλόταν στην επίδραση των Αράβων κατακτητών.
     Αν δεχθούμε ότι ισχύουν τα παραπάνω τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η «βυζαντινή πολιτεία» στη Νάξο οφείλει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ακριβώς την εποχή της εικονομαχίας και των εικονομάχων και, κατά συνέπεια, συνεχίζει απρόσκοπτα την πορεία της πριν και μετά το 961 – έτος ανάκτησης της Κρήτης από τον αυτοκρατορικό στρατό - και κυρίως το 1050 βρίσκει το νησί σε αρκετά καλή οικονομική κατάσταση ώστε μπορεί να σηκώσει το βάρος της διοικητικής, εκκλησιαστικής και δημογραφικής άνθισης.

      
                                                                      Κωνσταντίνος Αντ. Κατσουρός
                                    


Βιβλιογραφία

Τηλ. Κ. Λουγγής, Δοκίμιο για την εξέλιξη στη διάρκεια των λεγόμενων «Σκοτεινών Αιώνων», Σύμμεικτα, τόμ. Έκτος, Ε Ι Ε / Κ Β Ε, 1985.
Ν. Β. Τωμαδάκης, Προβλήματα της εν Κρήτη Αραβοκρατίας (826-961), Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, έτος Λ', Αθήνα 1960-1961.
Μ. Δέφνερ, Τοπωνύμια της νήσου Σκύρου, Λαογραφία Θ', 1926.
Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, "Ατσιπάπη" Κορώνου, π. Φλέα, τ. 3, 2004.
Β. Χρηστίδης, Βυζαντινοί και Άραβες στην Κρήτη, "Επτά Ημέρες", Αυγούστου 200.
Γεώργιος Δημητροκάλλης, Βυζαντινή ναοδομία στην Νάξο, Αθήναι 2000.   
Γεώργιος Δημητροκάλλης, Συμβολαί εις την μελέτην των Βυζαντινών μνημείων της Νάξου, τόμ. Α’, Αθήναι 1972.
Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου, ‘Αγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στ’  Αδησαρού,  στο « Βυζαντινή Τέχνη στην Ελλάδα. Νάξος», εκδ. Μέλισσα, 1989.
Αγάπη Βασιλάκη-Καρακατσάνη, Αγία Κυριακή-Άγιος Αρτέμιος, στο "Βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα. Νάξος", εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1989.
Δημήτρης Δημητρόπουλος, Τα σπίτια, η θάλασσα, οι πειρατές. Κάποιες σκέψεις για τη θέση των Κυκλαδίτικων οικισμών, μελέτη-ανακοίνωση στην "1η Συνάντηση στη Νάξο", Σεπτέμβρης 2012, Φλέα, τ. 39, Ιούλης-Σεπτέμβρης, 2013.
Σοφία Πατούρα, Δουλεμπόριο αιχμαλώτων στα νησιά του Αιγαίου και στα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου (8ος αι. -10ος αι.), μελέτη-ανακοίνωση στην 3η Συνάντηση στη Νάξο, π Φλέα, τ. 42 Απρίλης-Ιούνης, 2014.
Δ. Τσουγκαράκης, Βυζαντινή Κρήτη, στο "Κρήτη. Ιστορία και Πολιτισμός", Σύνδεσμός Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, 1987.