Τ' ΑΠΕΡΑΘΟΥ: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

                                                                                     
Μνήμη του Νίκου Ι. Καστρήσιου
κοσμαγάπητου γιατρού και καρδιακού φίλου

     Τα τελευταία χρόνια, περισσότερα από τριάντα, δύο είναι τα ζητήματα, ιστορικού και πολιτισμικού ενδιαφέροντος, που απασχολούν τους σύγχρονους Απεραθίτες. Το πρώτο αφορά το όνομα. Το δεύτερο έχει να κάνει με την καταγωγή κι ακριβέστερα με την κρητική καταγωγή των Απεραθιτών.
    Μεγάλος αριθμός σύγχρονων Απεραθιτών υιοθετούν το "Απείρανθος", αντί "τ' Απεράθου" ως ονομασία του χωριού, και την "θεωρία" περί της κρητικής προέλευσής του. Ήδη, καθημερινά, ζούμε το παράδοξο: οι κάτοικοι να προσδιορίζονται ως Απεραθίτες και Απεραθίτισσες, - από "τ' Απεράθου" - αλλά το χωριό να προσδιορίζεται ως "Απείρανθος" από τη μεγάλη πλειοψηφία των καταγόμενων απ' αυτό. Πουθενά, ωστόσο, δεν απαντάται το "Απειράνθιος" και "Απειράνθια", όπως θα έπρεπε. "Απείρανθο" το θέλουν και οι άλλοι Ναξιώτες, που το θωρούν ζηλόφθονα. "Απείρανθο" το θέλει το Κράτος με τις υπηρεσίες του, τους ιδεολογικούς - χειραγωγικούς μηχανισμούς του. Θεμιτό είναι να αναρωτηθούμε: ποιοι λόγοι υπαγορεύουν αυτή την "προτίμηση-γνώμη"; Που οφείλονται εμμονές του είδους αυτού; Ποιο είναι το συλλογικό αίσθημα και πώς έχει διαμορφωθεί μεταξύ των Απεραθιτών και ικανοποιείται μ' αυτή την δοξασία; Γιατί ιστορικά, όπως θα δούμε παρακάτω, κατ' επέκταση και πολιτισμικά, δεν επαληθεύεται αυτή η "πεποίθηση". Στο παρόν δοκίμιο δεν θα απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά που αποτελούν αντικείμενο ξεχωριστής, κοινωνιολογικής, μελέτης. Σ' αυτό το δοκίμιο παραθέτουμε νέες πληροφορίες, που προέρχονται από έρευνες και μελέτες αλλά και από τη βιβλιογραφία που αφορά τη ναξιακή ιστορία, και ουδέποτε ελήφθησαν υπόψη. Ρίχνουν όμως περισσότερο φως συνεισφέροντας στη διαλεύκανση του προβλήματος όπως το θέσαμε άνωθεν.
    Την ονομασία με την οποία το συναντάμε σήμερα, Απείρανθος, του την κόλλησε κάποιος άγνωστος λόγιος, λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση του 1821, ένας λόγιος αμαθής, που πιστεύοντας ότι το χωριό του θα αποκτήσει αρχαιοπρέπεια και μεγαλοπρέπεια αντάξια της ιστορίας του, όπως αυτός την αντιλαμβανόταν βέβαια, το βάφτισε μ' ένα επίθετο, που το θεωρούσε αρχαίο ελληνικό, ενώ δεν υπάρχει στην ελληνική γλώσσα.
    Το αληθινό όνομα του χωριού, Απεράθου, έχει γίνει πρόβλημα για τους γλωσσολόγους, και όχι μόνον, χωρίς να καταφέρουν να δώσουν μια απόλυτα πειστική εξήγηση. Μερικοί υποστήριξαν ότι προέρχεται από το φυτό που στην Αμοργό λέγεται απέρρατθος και στη Λέσβο απυρράθα, ή από το φυτό πύρεθρον, που αναφέρεται από αρχαίους συγγραφείς. Άλλοι υπέθεσαν ότι ονομάστηκε έτσι από μοναστήρι της Παναγίας της Απειραγάθου ή Υπεραγάθου, που ίσως κάποτε υπήρχε εκεί κι άλλοι νομίζουν ότι προέρχεται από κάποιον ιδιοκτήτη της περιοχής που ονομαζόταν Πέραθος.(1) Ίσως υπέρ της τελευταίας άποψης συνηγορεί η πάντοτε σε γενική πτώση εκφορά του ονόματος, από τότε που για πρώτη φορά το συναντάμε σε λαϊκά κείμενα: στου Περάθου, δηλαδή εκεί που βρίσκονται οι κτήσεις του Περάθου, στ' Απεράθου.
    Δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσουμε βήμα προς βήμα την ιστορία του χωριού αλλά και της ανατολικής παράλιας περιοχής του, επειδή δεν υπάρχουν επαρκείς και ασφαλείς μαρτυρίες.
  Σαν αξιοσημείωτος οικισμός το χωριό αναφέρεται για πρώτη φορά στα 1413 από τον Φλωρεντινό περιηγητή Χριστόφορο Μπουοντελμόντι και ασφαλώς θα υπήρχε πολύ καιρό πριν. Ωστόσο την ακριβή χρονολογία της διαμόρφωσης του οικισμού στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα δεν την γνωρίζουμε.
  Από τις τοπωνυμίες και τα μνημεία εικάζουμε ότι η απεραθίτικη περιοχή, παράλια και ενδοχώρα, κατοικούνταν αδιάκοπα, από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Κατά τον 7ο αιώνα, όταν οι θαλάσσιοι δρόμοι έπαψαν πια να είναι ασφαλείς και το εμπόριο παρήκμαζε, εγκαταλείπονται τα παράλια και οι κάτοικοι στρέφονται στην ύπαιθρο. Αυτή την εποχή, την εποχή δηλαδή της "αγροτοποίησης", όπως έγινε γνωστή, την εποχή που αρχίζει ο Μεσαίωνας, ο πληθυσμός της περιοχής αποκτά, το πιθανότερο, μια πιο στερεή συνοχή σε αγροτικές κοινότητες που οργανώνονται με σκοπό την εξασφάλιση οικονομικής αυτάρκειας για τους κατοίκους τους και τη δική τους συντήρηση. Ωστόσο πρόκειται για υποθέσεις, αφού δεν έχουμε στη διάθεσή μας επαρκείς και ασφαλείς πηγές.
    Οι πληροφορίες που μας έρχονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα κάνουν λόγο για μια κοινωνία ζωηρή που αναπτύχθηκε στην απεραθίτικη περιοχή, στα παράλια και στην ενδοχώρα, αστική και αγροτική συνάμα, με έμφαση στην κτηνοτροφία αλλά και στην αμπελουργία, στην οποία εξαιρετική θέση κατέχουν η τέχνη και οι εμπορικές δραστηριότητες.
    Κατά τη βυζαντινή περίοδο η απεραθίτικη περιοχή, όπως κι άλλες στη Νάξο, γνωρίζει άνθιση, οικονομική και δημογραφική, ειδικά την περίοδο της Εικονομαχίας, 8ο-9ο αιώνες.(2) Οι μαρτυρίες από τους ναούς της βυζαντινής περιόδου μας δείχνουν ότι στην περιοχή αναπτυσσόταν σημαντική κοινωνική, οικονομική και καλλιτεχνική δραστηριότητα από τα πρωτοβυζαντινά χρόνια μέχρι και τον 14ο αιώνα. Σημαντικότερα μνημεία ο πρωτοβυζαντινός ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στη θέση τ' Αφικλή. Η σημαντική είδηση για την εξέλιξη της απεραθίτικης περιοχής μας έρχεται από το ναό της Αγίας Κυριακής, 8ου-9ου αι., στην τοποθεσία Καλλονή, με ζωγραφικό ανεικονικό διάκοσμο, τα πτηνά με τα φουλάρια στο λαιμό, σύμβολο βασιλικής εξουσίας,(3) μαρτυρία ότι αυτή την περίοδο, της εικονομαχίας, η περιοχή κατείχε σημαίνουσα θέση στην πολιτικο-οικονομική οργάνωση του νησιού. Μαρτυρείται ακόμα κάτοικος της περιοχής από το ναό του Αγίου Ερμόλαου Κακαβά, τον 9ο αιώνα: σε επιγραφή μαρτυρείται ο κτήτορας που είναι ο πρεσβύτερος Πέτρος.(4)
    Η περίοδος της Λατινοκρατίας είναι μια "σκοτεινή περίοδος" γιατί απουσιάζουν πηγές. Κατά τον 15ο αι., ίσως και μέχρι τα μέσα του 16ου αι., γνωρίζουμε ότι υπήρχε καπετάνιος Απεράθου(5) κι επομένως το χωριό πρέπει να αποτελούσε καπετανία, κι ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει, αλλά δεν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο.
    Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, και ειδικά κατά τον 17ο αι., το χωριό αποκτά μεγάλη σπουδαιότητα σε σύγκριση με τ' άλλα χωριά της Νάξου.(6) Λατινογενείς γαιοκτήμονες κατέχουν εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης στην απεραθίτικη περιοχή και δυο πύργοι τους στέκονται ακόμα σήμερα στο χωριό. Το χωριό γεμίζει από ορθόδοξες εκκλησίες, οι ιερείς είναι μεταξύ των πλουσιοτέρων κατοίκων και τον 17ο αι., πιθανότατα, ο ναός της Παναγίας της comuna, η Παναγία του Κοινού, τ' Απεραθιού δηλαδή, λαμβάνει την σημερινή μορφή του. Η αμπελουργία αποτελεί πάντα ένα από τα οικονομικά χαρακτηριστικά του χωριού, οι βοσκότοποι γνωρίζουν ιδιαίτερη άνθιση ενώ φαίνεται να υπάρχει παραγωγή σμύριδας, που όμως δεν είναι σημαντική.(7) Το 1670 το χωριό αριθμεί 216 χανέδες (κατοικίες), δηλαδή 800 με 1.100 περίπου κατοίκους, κι είναι το μεγαλύτερο και αναλογικά το πλουσιότερο χωριό της Νάξου.(8) Στα χρόνια που ακολουθούν το χωριό συνεχίζει να είναι μεταξύ των σημαντικοτέρων της Νάξου.
    Λίγο πριν την επανάσταση του 1821 εμφανίζεται ο αμαθής λόγιος που συναντήσαμε παραπάνω και βαφτίζει το χωριό μ' ένα επίθετο που το θεωρούσε αρχαίο ελληνικό αλλά που δεν υπάρχει στην ελληνική γλώσσα. Ωστόσο, στα 1861, το όνομα Απεράθου φαίνεται ότι ακόμα "αντιστέκεται", αφού ο Γάλλος ιστορικός και καθηγητής Πανεπιστημίου, ο E. Dugit, που το επισκέφθηκε, αναφερόμενος στον δήμο Απεράθου και τους κατοίκους του, το γράφει Απέρανθος (Aperanthos στο γαλλικό κείμενο).
    "Μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι από τα πανάρχαια χρόνια ως τα σήμερα, η μια γενιά μετά την άλλη, η απεραθίτικη περιοχή δεν ερημώθηκε ποτέ από ανθρώπους. Το μαρτυρούν ονόματα πολλών τοποθεσιών, που είναι λέξεις αρχαιότατες. Στην περιοχή του Πέρα Χωριού υπάρχει ο Βαθύς Οχτός δηλαδή Βαθύς Οχετός, που οφείλει την ονομασία του σ' ένα βαθύ και στενό χαντάκι που ξεκινά από μια ψηλή πλαγιά του βουνού Κορακιά και κατεβαίνει στο ρυάκα που παραρρέει το Πέρα Χωριό. Ο καρκός, λίγο πιο πάνω, τοποθεσία όπου αφθονούσε το φυτό που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν κρόκον. Στο Όξω Χωριό, μεγάλη έκταση από ποτιστικά ονομάζεται τ' Αφικλή. Το όνομα δηλώνει ότι εκεί κατά την αρχαιότητα υπήρχε κάποιος μεγαλοϊδιοκτήτης, ο Ιφικλέας, ή ότι εκεί υπήρχε τέμενος, ιερός χώρος, αφιερωμένος στον ομομήτριο αδελφό του Ηρακλή, τον Ιφικλέα. Πολύ κοντά, στο δρόμο που οδηγεί στα σμυριδωρυχεία ένας αρχαίος ελληνικός τοίχος, μήκους 23 μέτρων και ύψους 3 ονομάζεται το Ελληνικό Πεζούλι. Στο βάθος ο Αρσός, δηλαδή ο Αλσών όπως ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες το πυκνό άλσος, το δασώδες τέμενος το αφιερωμένο σε κάποια θεότητα ή σε κάποιες νύμφες. Στην ίδια κοιλάδα ο Δήμος, που σημαίνει ότι εκεί κατά την αρχαιότητα υπήρχε οικισμός. Στην περιοχή των σμυριδωρυχείων, μακριά από τη θάλασσα, μια κορυφή βουνού ονομάζεται Ακρωτηράκι και μια άλλη Σκούπελος, ίσως επειδή θα χρησίμευε σαν παρατηρητήριο. Στην ανατολική παραλία υπάρχει η Εξημμένη, τόπος του οποίου κάποτε θα κάηκαν τα δέντρα και οι θάμνοι, και το Λευκώνι, που πήρε το όνομά του από το ασπρειδερό χρώμα του εδάφους",(9) και τέλος ο Πάνερμος, όπως καλούν οι Απεραθίτες τον Πάνορμο. Αλλά και τοποθεσίες που φέρουν ονόματα που επιβιώνουν από την ρωμαϊκή εποχή, όπως Μαυριάνος (Μαυριανός), Μαρίτσος (Μαυρίκιος),(10) που σ' άλλα νησιά μαρτυρούνται σ' επιγραφές σε μάρμαρο, και ο βυζαντινός Καραβάς,(11) πιθανόν και ο Αβριλάς, όλα σε γενική πτώση, μαρτυρούν τη διαχρονική συνέχεια της απεραθίτικης περιοχής.
    Αυτές οι ονομασίες των τόπων, που αποτελούν αναμφισβήτητες μαρτυρίες για την απεραθίτικη περιοχή και τους ανθρώπους της, "δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρχουν σήμερα, αν κάποτε ερημωνόταν ο τόπος, αν χάνονταν οι παλαιοί κάτοικοί του κι έπαιρναν τη θέση τους κάποιοι άλλοι προερχόμενοι από άλλο μέρος της Ελλάδας, αν οι Απεραθίτες, όπως ισχυρίστηκαν μελετητές του γλωσσικού ιδιώματος, ήσαν άποικοι από τη Δυτική Κρήτη, και μάλιστα από τα Σφακιά και τ' Ανώγεια, που ήρθαν τον καιρό των διαφόρων επαναστάσεων της Κρήτης εναντίον του Τούρκου κατακτητή από τον 17ο αιώνα και δώθε".(12)
    Μια προσεκτικότερη έρευνα ονομάτων που συναντάμε στην απεραθίτικη περιοχή, και σ' άλλες στη Νάξο, από την εποχή που υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες, και που κάποιοι από τους ερευνητές ισχυρίζονται ότι είναι Κρητικά, δείχνει ότι τα ονόματα αυτά ήταν διαδεδομένα παντού στην θαλάσσια πολιτεία του Αιγαίου, στα Ελλαδικά, στη Μακεδονία, τη Θράκη, στην Κύπρο και στη Μικρά Ασία.
    Κάποια παραδείγματα: στο ναό των Αγίων Μηνά Βίκτωρα και Βικεντίου, τη γνωστή σ' όλους μας Θεοτόκο, στη θέση Δήμος, σε επιγραφή μαρτυρείται ο Δημήτριος Μαβρικάς και η συμβία του Ειρήνη, στα 1280.(13) Στην Κρήτη, 300 χρόνια αργότερα συναντάμε τον ιερέα Μαυρικά, έναν από τους επιλεγμένους ενωτικούς ιερείς που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Λατίνου αρχιεπισκόπου Κρήτης.(14) Αλλά το επίθετο έχει έμπορος του 13ου αιώνα, ο Βασίλης, την ίδια εποχή με τον αφιερωτή στη "Θεοτόκο", να δραστηριοποιείται μεταξύ Κρήτης και Βενετίας.(15) Επίσης στην Αίγινα, υπάρχει ο ναός του Αγίου Νικολάου του Μαύρικα, με τοιχογραφίες του 11ου, 12ου έως και το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα.(16) Το επίθετο μαρτυρείται και από τη θέση "πεδιάδα του Μαύρικα" στην περιοχή του Αγρινίου, όπου ο ναός της Αγίας Τριάδας, ήδη από τον 6ο αιώνα.(17) Ποια ήταν η καταγωγή του Μαυρικά ή Μαύρικα;(18)
    Τέλη του 13ου αιώνα, συνυπάρχει χρονολογικά με τον Μαυρικά στη Νάξο, στο ναό του Αγίου Νικολάου, στο Σαγκρί, μαρτυρείται ένα γνωστό στην απεραθίτικη κοινωνία επίθετο, του Αναγνώστη  - αυτού δηλαδή που γνωρίζει ανάγνωση και διαβάζει τον Απόστολο - που επιβιώνει ως τις μέρες μας στο χωριό και στη Νάξο.(19)
    Τον 14ο αιώνα, στα 1311, συναντάμε τον Τζυκαλά, κτήτορα και αφιερωτή του ναού των Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, στη Βουρβουριά, επίθετο τότε, που έμεινε γνωστό ως παρωνύμιο στην απεραθίτικη κοινωνία. Την ίδια εποχή, 14ο αιώνα, πληροφορούμαστε ότι το επίθετο είναι συνηθισμένο στη Μακεδονία, όπως και το Βασιλάκης, Μαργαρίτης, Περιστέρης, Βαρδάνης.(20) Το Βαρδάνης έχει αρμένικη την καταγωγή κι ήταν διαδεδομένο στην βυζαντινή κοινωνία.(21)
    Στα μέσα του 17ου αι. μαρτυρείται η Ειρήνη του Κατζουρού, να διευθετεί υπόθεσή της με τον αφεντότοπο του Φιλωτιού, Τζορτζέτο Μπαρότζη.(22)
    Μέσα του 17ου αιώνα επίσης, απαντάται στα έγγραφα, το επίθετο Ζευγώλης στη Νάξο. Πρόκειται για τον κοπιαστή καλλιεργητή της μονής Φωτοδότη ο οποίος ζητά να διευθετηθεί υπόθεσή του στη θέση Όρμος, στο Φιλώτι. (23) Στα 1670, στ' Απεράθου, συναντάμε οκτώ κατοίκους με το επώνυμο Ζευγώλης. Οι πέντε είναι του Δημήτρη (παπά Γιώργης, Γιαννάκης, Γιάννης, Νικόλας και Μανώλης). Δύο του Γιάννη (Μανώλης και Στέφανος) κι ο Βασίλης του Μανώλη. Ο παπάς είναι ο πλούσιος, μας πληροφορεί ο Μπεν Σλοτ, ο εγκυρότερος μελετητής τουρκικών κατάστιχων, και ειδικά εκείνου του 1670 που αναφέρεται στη Νάξο.
   Από τα παραπάνω ελάχιστα παραδείγματα, προκύπτει το εξής ασφαλές συμπέρασμα: ότι τα επίθετα που συναντάμε στη Νάξο, στην Κρήτη, στις Ελλαδικές περιοχές, στη Μικρά Ασία, στο Αιγαίο, στην Κύπρο, ήταν κοινά σ' ολόκληρη την έκταση της αυτοκρατορίας κι αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της. Οφείλουμε λοιπόν να στρέψουμε το ερευνητικό ενδιαφέρον μας στη διαμόρφωση της βυζαντινής κοινωνίας αν επιθυμούμε να κατανοήσουμε την προέλευση της ιστορικής και πολιτισμικής ταυτότητάς μας, του Χωριού κι όσων κατάγονται απ' αυτό. Οφείλουμε να εγκαταλείψουμε τα στενά χρονολογικά και ιστορικά περιορισμένα πλαίσια μεταξύ δυο νησιωτικών μικρόκοσμων, Νάξου και Κρήτης, ωσάν οι δύο αυτοί μικρόκοσμοι να μην επικοινωνούν με τον υπόλοιπο κόσμο, σα μην δέχονται καμιά επίδραση και από πουθενά, κι απλώς κάποιες συνθήκες - κρίσεις; - υποχρεώνουν αυτούς τους μικρόκοσμους να μετακινούν ανθρώπους και αγαθά, μορφές οργάνωσης και διαχείρισης οικονομικών πόρων, συνηθειών, ηθών και εθίμων: η ιστορική και πολιτισμική ταυτότητα ενός τόπου και των ανθρώπων του δεν είναι  μόνο ή κυρίως δεν είναι προϊόν κάποιων "συνθηκών", αδιευκρίνιστων, έστω κι πρόκειται για κρίσεις. Οφείλουμε αντίθετα να ερευνάμε και να μελετάμε τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες που συνέβαλαν στη διαμόρφωσή τους και, κυρίως, ποια είναι τα κοινά χαρακτηριστικά που απαντώνται στους τόπους της βυζαντινής κοινοπολιτείας και της ελληνολατινικής Ανατολής.
    Από καμιά πηγή δεν μαρτυρείται ο αριθμός και η εγκατάσταση μικρής ή μεγάλης ομάδας ανθρώπων από την Κρήτη στ' Απεράθου, δηλαδή από το 1669, με την κατάρρευση της βενετοκρατίας, μέχρι και την Επανάσταση του 1821: αντιθέτως, την περίοδο αυτή τ' Απεράθου γνωρίζει μια ζωηρή ζωή, στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πεδίο, κι αν δεν είναι, πάντοτε τα χρόνια αυτά, το μεγαλύτερο χωριό στη Νάξο, είναι από τα σημαντικότερα. Κι αυτό δεν οφείλεται στον ερχομό και την εγκατάσταση ξένου πληθυσμού, με ανεπτυγμένες δεξιότητες στην παραγωγική δραστηριότητα, με διοικητικές ικανότητες στην κοινοτική οργάνωση και στις συνήθειες, με ανώτερα πολιτισμικά ήθη και έθιμα από τον τοπικό, τον απεραθίτικο πληθυσμό.
    Κρητικοί ήλθαν στη Νάξο λίγο μετά την Επανάσταση του 1821. Εγκαταστάθηκαν στη Χώρα και, πριν τους μαζέψουν και τους διώξουν κυβερνητικοί, αποτέλεσαν πηγή δεινών για τους κατοίκους της Χώρας αφού καθημερινές ήταν οι λεηλασίες και οι αρπαγές από τη μεριά τους. Κάποιοι απ' αυτούς έμειναν στη Χώρα κι όχι στα χωριά.(24)
    Στα 1757 εγκαταστάθηκε στ' Απεράθου ένας κρητικός, ο μαστρ Αντώνης γιος του Γεωργίου Παυλονικολάκη με τα παιδιά του και την Απεραθίτισσα γυναίκα του, την Κατερίνα, θυγατέρα του τότε σακελλάριου (ιερέα) Απεράθου, που την γνώρισε και την παντρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη. Μόνο στο έγγραφο με το οποίο οι προεστοί ορίζουν τις φορολογικές υποχρεώσεις του αναγράφεται ως Παυλονικολάκης. Αλλά σ' όλα τα άλλα έγγραφα που αφορούν τον ίδιο και την οικογένειά του το όνομα του έχει χαθεί και αντικατασταθεί από το Κρητικός. Αν οι Απεραθίτες είχαν απόλυτη συνείδηση της κρητικής ταυτότητας τους θα κόλλαγαν το παρωνύμιο Κρητικός σ' ένα νεοφερμένο από την Κρήτη;(25)
    Αλλά αφού οι Απεραθίτες δεν ήλθαν από την Κρήτη που οφείλεται η μεγάλη ομοιότητα του γλωσσικού ιδιώματος με τα κρητικά;
    Οφείλεται "στην καταγωγή και του Απεραθίτικου γλωσσικού ιδιώματος και των Κρητικών από κοινή παλαιότερη διάλεκτο. Δηλαδή τα ιδιώματα αυτά κατάγονται από τη Βυζαντινή γλώσσα, που πολλά στοιχεία της διατηρήθηκαν για λόγους ιστορικούς και γεωγραφικούς σε ακραία διαμερίσματα του βυζαντινού ελληνισμού, όπως είναι η Κρήτη και η Μάνη, και σε περιοχές που δεν προσφέρονταν σε πυκνή επικοινωνία με τα αστικά κέντρα, όπως είναι τ' Απεράθου".(26)
    Στην κοινή καταγωγή οφείλεται και η ομοιότητα εθιμικών εκδηλώσεων. Κι αυτές αποτελούν κοινή κληρονομιά, κατάλοιπα κοινού βίου, που διαμορφώθηκαν και στην Κρήτη και στ' Απεράθου, στο Αιγαίο, στα Μικρασιατικά παράλια και στις ελλαδικές περιοχές σε παλαιότερες εποχές και μάλιστα στη βυζαντινή όπου κατά τη διάρκειά της παρατηρείται θαυμαστή οικονομική και καλλιτεχνική άνθιση όπως το μαρτυρούν οι ναοί και οι τοιχογραφίες από την πρωτοβυζαντινή περίοδο μέχρι και τον 14ο αι.
   Ο σημερινός οικισμός, με τους δυτικότροπους πύργους, που ανήκαν σε Λατίνους γαιοκτήμονες, που δένουν με τα αιγαιοπελαγίτικου ρυθμού σπίτια του, τα πιο πολλά δίπατα, με εσωτερική αυλή, ευρύχωρα κι ομορφοστολισμένα που κάνουν τη δύσκολη διαμονή, ειδικά το χειμώνα, να γίνεται υποφερτή κι ευχάριστη, είναι το έργο της εργασίας και των συνηθειών βοσκών, γεωργών, αμπελουργών, σμυριδωρυκτών, μεταναστών, μαστόρων, της τέχνης του αργαλειού, της ικανότητας των Απεραθιτών, γυναικών και ανδρών, να συνθέτουν τραγούδια δίστιχα, για να εκδηλώσουν τα συναισθήματά τους, την ευαρέσκειά τους ή τη δυσαρέσκειά τους για τα όσα συμβαίνουν γύρω τους, το θαυμασμό ή την περιφρόνηση τους απέναντι σε πρόσωπα του δημόσιου βίου αλλά και, κυρίως, της καθημερινής ζωής, "τους πόνους και τα βάσανά τους, τις ελπίδες και τους πόθους και τα όνειρά τους, τις ανησυχίες που γεννά ο αβέβαιος έρωτας, τη σιγουριά που δίνει η βεβαιότητα για την σταθερότητα της αγάπης και η επιτυχία".
   

Ναξία 10 / 27 του Φλεβάρη 2013                             

Κωνσταντίνος Αντ. Κατσουρός


Πηγές
1. Αντ. Φλ. Κατσουρός, Ένα χωριό στιχουργεί, έκδ. Αρσός και Βασ. Βλ. Σφυρόερας, Απείρανθος. Ιστορία δώδεκα αιώνων, Απεραθίτικο Ημερολόγιο, έκδοση Απεραθίτικου Συλλόγου, 1996.
2. Βάσω Πέννα, Νομισματικές νύξεις για τη ζωή στις Κυκλάδες τον 8ο-9ο αιώνες, στο "Οι Σκοτεινοί αιώνες του Βυζαντίου (7ος-9ος αι.)", ΕΙΕ/ΙΒΕ 2001
3. Αγάπη Βασιλάκη Καρακατσάνη, Αγία Κυριακή, Άγιος Αρτέμιος, "Η Βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα. Νάξος", εκδ. Μέλισσα 1989.
4. Γεώργιος Στυλ. Μαστορόπουλος, Νάξος. Το άλλο κάλλος, Ελληνικές Ομοιγραφικές Εκδόσεις.
5. Περ. Γ. Ζερλέντης, Γράμματα των τελευταίων Φράγκων δουκών του Αιγαίου Πελάγους, 1438-1565, Εν Ερμουπόλει 1924.
6. Μπεν Σλοτ, Ζωή και οικονομία στην ορεινή Νάξο, Φλέα, τ. 28, Νάξος 2010.
7. Μπεν Σλοτ, Το "γνήσιο ναξιακό σμυρίγλι" στη διεθνή οικονομία (14ο-19ο αι,): οι "Τούρκοι, που φορολογούσαν σχεδόν όλα τα προϊόντα της Νάξου, μέχρι και τα ψαράδικα της Στελίδας, δεν έκριναν ποτέ ότι το σμυρίγλι ήταν αρκετά σπουδαίο για να το φορολογήσουν", π. Φλέα, τ. 19, Νάξος 2008.
8. Μπεν Σλοτ, Ζωή και οικονομία, ό.π.
9. Αντ. Φλ. Κατσουρός, στο ίδιο.
10. Αντ. Φλ. Κατσουρός, στο ίδιο.
11. Κωνστ. Αντ. Κατσουρός (επιμ.), Μεσαιωνική Νάξος, π. Φλέα, τ. 33, Νάξος 2012.
12. Μπεν Σλοτ, στο ίδιο.
13. Αντ. Φλ. Κατσουρός, Τοπωνύμια της Νάξου, "Ναξιακόν Αρχείον", Νάξος 1947, αναδημοσίευση π. Απεραθίτικα, 2, ΙΙ, 1989.
14. Βασ. Βλ. Σφυρόερας, Κρητικά Επώνυμα εις τας Κυκλάδας, Δ' τόμος των Πεπραγμένων του Β' Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, αναδημοσίευση π. Απεραθίτικα, 1, VIII, 1995. Βλ επίσης Ζαχαρίας Ν. Τσιρπανλής, "Κατάστιχο εκκλησιών και μοναστηριών του Κοινού (1248-1548). Συμβολή στη μελέτη των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη", Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής, Ιωάννινα 1985.
 15. Silvano Borsari, Κοινωνική και οικονομική ζωή στις βενετσιάνικες αποικίες στη Ρωμανία τον 13ο αιώνα, π. Φλέα, Νάξος 2007.
16. Αγγελική Μητσάνη, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου Μαύρικα στην Αίγινα, ΑΔ 56 (2001), Α'. Να σημειωθεί ότι το επώνυμο ΜΑΒ (Υ)ΡΙΚΑΣ  οι Αντ. Κατσουρός, Βασ. Σφυρόερας, Γ. Δημητροκάλλης και Ζ. Τσιρπανλής το διαβάζουν Μαβρικάς. Βλ. Γ. Δημητροκάλλης, Συμβολαί εις την μελέτην των βυζαντινών μνημείων της Νάξου, τόμ. Α', Αθήνα 1972.
17 Αναστάσιος Παλιούρας, Η αντοχή, οι περιπέτειες και η γοητεία της Αγίας Τριάδας, Ανασκαφή 2002-2006, Ημερολόγιο 2007.
18. Χαρ. Πέννας, Βυζαντινή παράδοση και τοπική κοινωνία στην έδρα του δουκάτου της Νάξου. Η μαρτυρία των πηγών, Ν. Γ. Μοσχονάς-Μ. Γ. Λίλυ Στυλιανούδη, Το Δουκάτο του Αιγαίου, Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης (Νάξος - Αθήνα 2007), Αθήνα 2009. Ο έγκριτος Χαρ. Πέννας μας πληροφορεί ότι "Η οικογένεια Μαύρικας ή Μαύρηξ εμφανίζεται στις πηγές ήδη από τον 11ο αιώνα και μέλη της αξιώθηκαν υψηλόβαθμα αυτοκρατορικά λειτουργήματα...", κατά τον 11ο και 12ο αιώνες.
19. Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, Δυο επιγραφές στη Νάξο του 13ου αιώνα, π. Φλέα, τ. 9, Νάξος 2006.
20. Αγγελική Λαΐου-Θωμαδάκη, Η αγροτική κοινωνία  στην ύστερη βυζαντινή εποχή, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2001.
21. Ελεωνόρα Κουντούρα-Γαλάκη, Η επανάσταση του Βαρδάνη Τούρκου, Σύμμεικτα, τόμ. πέμπτος, Εθνικό ίδρυμα Ερευνών, Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα 1983.
22. Κωνστ. Αντ. Κατσουρός (επιμ.), "Γραφή" Ειρήνης του Κατζουρού, π. Φλέα, τ. 27, Νάξος 2010.
23. Μπεν Σλοτ, Μονή Φωτοδότη, π. Φλέα, τ. 33, Νάξος 2012.
24. Μπεν Σλοτ, Ταραχές στη Νάξο την εποχή του Καποδίστρια, Φλέα, τ. 17, Νάξος 2008
25. Αντ. Φλ. Κατσουρός, Ένα χωριό, ό. π.
26. Στο ίδιο. Bλ. Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τόμ. Δ' (1951), Ε' και Παράρτημα (1952) και ΣΤ' (1957), Collection de l' Institut Francois d' Athenes καθώς και Κωνστ. Αντ. Κατσουρός, Περιήγηση στη Νάξο των σκοτεινών αιώνων (7ος-10ος αι.), π. Φλέα, τ. 35-36, Νάξος 2012.
27. Αντ. Φλ. Κατσουρός, Ένα χωριό, ό. π.