Τον καιρό των κακοποιών Μιχάλη Μπαρδάνη και Μιχάλη Αναματερού. Μια αναταραχή με διάρκεια στη Νάξο. - Κωνσταντίνος Αντ. Κατσουρός

 

Κωνσταντίνος Αντ. Κατσουρός

 

Τον καιρό των κακοποιών

Μιχάλη Μπαρδάνη

και Μιχάλη Αναματερού.

Μια αναταραχή με διάρκεια στη Νάξο.

 

 

 

«Η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια

διαρκής αναζήτηση των περασμένων χρόνων στο

όνομα προβλημάτων και περιεργειών – ή ακόμη και

ανησυχιών και αγωνιών -  του παρόντος καιρού

που μας περιβάλλει και μας πολιορκεί».

 

Fernand Braudel, Η Μεσόγειος

 

 

 

    Απρίλης του 1804, στ’ Aπεράθου, οι κάτοικοι του χωριού κτύπησαν τις καμπάνες του ναού της Παναγίας, συγκεντρώθηκαν και βάδισαν εναντίον του σπιτιού του γαιοκτήμονα και προξένου της Γαλλίας Mπαρόν Λαστίκ δε Βιγουρού. Aρχηγοί ήταν δύο κακοποιοί, ονομαστοί στο χωριό, ο Mιχάλης Mπαρδάνης κι ο Mιχάλης Aναματερός. Aκούστηκαν πολλές βρισιές εναντίον της Γαλλίας και διακήρυξαν ότι ποτέ δεν θα εκτελέσουν τα διατάγματα του Kαπουδάν Πασά. (1)

    O νησιωτικός πληθυσμός της Νάξου γνώρισε κυριαρχίες που οδήγησαν στον διοικητικό τεμαχισμό του τόπου του ή αποτέλεσε τμήμα ευρύτερων κρατικών οντοτήτων καθώς και πολιτιστικών επαφών και επιρροών με ό,τι αυτές συνεπάγονταν. Αυτό συνέβη με την Λατινική κατάκτηση και την κατάκτηση των Οθωμανών Τούρκων που τη διαδέχτηκε. Οι συνθήκες αυτές καθόρισαν τη φυσιογνωμία του νησιού πληθυσμιακά και κοινωνικά-οικονομικά. Οι εξελίξεις αυτές δεν οφείλονται στις αποφάσεις που έλαβαν οι κάτοικοί του. Οι τελευταίοι  ωστόσο, στις συνθήκες αυτές,  κατάφεραν να διασώσουν και να διαφυλάξουν μορφές ζωής που έφεραν τη δική τους σφραγίδα, και να πορευτούν μ’ αυτές.

    Από την πτώση του Δουκάτου του Αιγαίου Πελάγους, την υπαγωγή των νησιών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και καθ’ όλη τη διάρκειά της, ένα χαρακτηριστικό στοιχείο διατρέχει την κοινωνική και οικονομική δομή της Ναξιακής κοινωνίας, από την κορυφή ως τη βάση κι από τη βάση ως την κορυφή: η αναταραχή. Κι αυτή έχει διάρκεια. Για τους κρατούντες η αναταραχή «λογίζεται καθαρόν ζορμπαλίκιν».

    Δυτικοί, Οθωμανοί, Άρχοντες, Νησιώτες και οι σχέσεις που δημιουργούν ανάμεσά τους προκαλούν αναταραχή με διάρκεια. Η κατάρρευση του λατινογενούς Δουκάτου, η εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας, ειδικά με την υπαγωγή των νησιών στον Καπουδάν Πασά (χάσικα), το φορολογικό σύστημα, οι προνομιακοί ορισμοί, τα Κοινά, η τάξη των προυχόντων, προκαλούν αναταραχή που διαρκεί. Θεσμοί, κοινωνικές ομάδες, ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές, συλλογική δράση, αντιπαραθέσεις, αντιπαλότητες, προκαλούν αναταραχή που αντέχει στο χρόνο.

    Δεν πρόκειται για εξεγέρσεις ή για επαναστάσεις, όπως θέλει ο Περικλής Γ. Ζερλέντης, η τοπική βιβλιογραφία(2) κι αποδέχονται αρκετοί νεότεροι ερευνητές μελετητές. Όχι επειδή οι κινητοποιήσεις στη Νάξο δεν ανταποκρίνονται στην τυπολογία των επαναστάσεων. Συναντάμε ζωηρές συζητήσεις, αντεγκλήσεις και αντιδικίες, αναβρασμό, κινητοποιήσεις. Και ζορμπαλίκι. Η αναταραχή δεν είναι μια «καλοδουλεμένη» κίνηση, δεν εδραιώνεται στο σχεδιασμό των κινητοποιήσεων, κι αυτές δεν έχουν διάρκεια. Σ’ αυτήν περιλαμβάνεται η κλοπή, η ζημία που επιφέρουν στη σοδειά, στην παραγωγή του γαιοκτήμονα  αφεντότοπου οι ίδιοι οι καλλιεργητές που την παράγουν, και η αβανιά διαβολή. Η πολιτική περισσεύει.

    Στην αναταραχή ανιχνεύονται το θρησκευτικό, το εθνικό αλλά και το ταξικό στοιχείο. Όμως, για την επίλυση του προβλήματος που προκάλεσε την αναταραχή οι κινητοποιημένοι απευθύνονται στο θεσμό, στη Βενετία, στον Πατριάρχη και κυρίως στην Πύλη, στην οθωμανική διοίκηση. Εκεί τελειώνει η κινητοποίηση. Όχι όμως η αναταραχή. Αυτή θα εμφανίζεται ξανά και ξανά και ξανά ….. με άλλες αφορμές, με άλλες αιτίες, για άλλους λόγους, με άλλα περιεχόμενα, ….. ως τις μέρες μας…..

    Στα 1494, στο Λατινικό δουκάτο του Αιγαίου Πελάγους, μετά το θάνατο του Δούκα Ιωάννη Γ’, μια μορφή συλλογικής κινητοποίησης με φορέα την κοινότητα καταγράφεται στη Νάξο. Ο λαός, populo, και ο αρχιεπίσκοπος Νάξου απευθύνονται στην Βενετία και ζητούν απ’ αυτή να θέσει τέρμα στην τυραννική δεσποτεία των Κρίσπων και να αναλάβει η ίδια, η Βενετία, τη διοίκηση, αίτημα που έγινε αποδεκτό, έστω και προσωρινά, από τη Γαληνοτάτη.(3) Στα μέσα του 15ου αιώνα το πόπολο της Νάξου είχε την πολιτική δυνατότητα, μέσω της κοινοτικής οργάνωσης, να οργανώσει μια διαμαρτυρία. Αλλά δεν διέθετε την κυβερνητική ικανότητα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που συνεπαγόταν η διοίκηση του Δουκάτου και αιτείται τη συνδρομή της Βενετίας.  

   Τον 16ο αιώνα, στα 1537, ο καπουδάν πασάς, ο  Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, επικεφαλής της τουρκικής αρμάδας, επικυριαρχεί στο Αιγαίο Πέλαγος. Η Νάξος και τα νησιά που συναποτελούσαν το Δουκάτο του Αιγαίου Πελάγους, γίνονται φόρου υποτελή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

    Μετά από απουσία τριών αιώνων επαναλειτουργεί η Μητρόπολη Παροναξίας με την τοποθέτηση του Θεωνά ως Μητροπολίτη Παροναξίας (1537-1559). Επανεμφανίζεται δηλαδή στη Νάξο η ορθόδοξη εκκλησιαστική οργάνωση. Ο Μητροπολίτης προκάλεσε την οργή του Δούκα Ιωάννη Κρίσπου, ο οποίος τον μήνυσε στο Βενετό βάϊλο στην Κωνσταντινούπολη, ότι παρώτρυνε τους Έλληνες να απαλλαγούν από τους Φράγκους, και τους έλεγε «ατίμου όντος τοσαύτης ανδρίας Έλληνες, μετά αναξιοπρεπείας της αυτών θρησκείας, να τελώσιν υπό ολίγους Φράγκους». Ο Δούκας πέτυχε την εκδίωξή του από το Αιγαίο στα 1559. Το ποίμνιό του δεν έδωσε την προσοχή που θα άρμοζε στα κελεύσματά του για εξέγερση εναντίον των Φράγκων. Ο Μητροπολίτης Θεωνάς περιγράφει τη ζωή του στη Νάξο σαν μια εξορία στο συγκεκριμένο νησί, που κινδυνεύει κάθε ώρα ψυχικά και σωματικά από τους θαλάσσιους ληστές από το φόβο των οποίων δεν είναι δυνατό να φύγει ποτέ από τη Νάξο.(4)

    Ο Δούκας Ιάκωβος Δ’ Κρίσπος, στα 1564/65, θα ενημερώσει με απεσταλμένο του στην Υψηλή Πύλη για το θάνατο του Δούκα πατέρα του και θα ζητήσει να αναλάβει την καταβολή του κεφαλικού φόρου για τη Νάξο, Μήλο, Σαντορίνη, ύψους 109. 609 άσπρων που κατέβαλε και ο πατέρας του. Ο Σουλτάνος θα αποδεχτεί το αίτημά του αλλά με όρους. Οι όροι προκαλούν απογοήτευση στην δουκική αυθεντία που δεν φαίνεται ευχαριστημένη που κατάφερε να διασώσει όσα διέσωσε. Γι’ αυτό και τα πικρόχολα σχόλια. «… ημείς άνωθεν δούκας σηκόνομεν και στερευγούμεσθεν την εξουσίαν μας χαρίζοντας της χαρίζομεν δια την στενοχωρίαν των καιρών, διότι ως καθώς τότες εβασίλευεν η αρχοντιά και ευγένια και τώρα βασιλεύει ανάγκη, στεναχωρίες, και βάσανα […] οπού είμεστεν πρώτοι ετουτονών των φέουδων και είμεστεν ακόμη φεουδατάριοι με κράτησιν, δούλεψιν και τιμή μας και ακόμη είμεστεν πρωτογέννητοι κληρονόμοι τέτοιων φεούδων […]».(5)

    Και έχει δίκιο γιατί πλέον δεν είναι «πρωτογέννητοι κληρονόμοι» αφού σύμφωνα με τους όρους του Σουλτάνου ο Γιάκουμος, όπως αποκαλεί τον Δούκα η οθωμανική αρχή, οφείλει την όποια εξουσία του στον Σουλτάνο. «Από τον Σουλτάνο πήγαζε το δικαίωμά του να νέμεται (tasarruf) τα εν λόγω νησιά, όπως και ο πατέρας του, γι’ αυτό το λόγο οι τυχόν αντιδικίες του με άλλους υποψήφιους για τη διαδοχή θα κρίνονταν από τον Σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη μέσω πληρεξουσίου».(6) Το μπεράτι(7) απαγόρευε φιλικές σχέσεις με εχθρούς του Σουλτάνου, καθώς και την εγκατάσταση τρίτων στα νησιά, είτε προέρχονταν από υπηκόους του Σουλτάνου που πλήρωναν χαράτσι (κεφαλικό φόρο) είτε όχι. Επίσης όφειλε ο Δούκας να μην ανεφοδιάζει εχθρικά πλοία ή των κουρσάρων. Από την άλλη ο Δούκας διασφάλιζε την πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξουσία του πάνω στους υπηκόους του καθώς και ορισμένες ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους εμπόρους και την ασφάλεια των νησιών. Όσον αφορά τους νησιώτες οι όποιες διαφορές υπήρχαν μεταξύ τους έπρεπε να εκδικάζονται από τον Δούκα σύμφωνα με τις συνήθειές τους. Προβλεπόταν επίσης η τιμωρία των εγκληματιών κατά τα συνήθεια, όπως και παλαιότερα.(8) Ο Σουλτάνος απαγόρευε στους σαντζακμπέηδες, στους καδήδες και στους καπετάνιους να αποβιβάζονται στα νησιά και να απαγάγουν στα πλοία τους τούς νησιώτες που συλλάμβαναν στις ακτές. Τους απαγόρευε  να παίρνουν τις μυλόπετρες και το αλάτι από τις αλυκές, να παίρνουν και να σφάζουν τα βόδια από το ζευγάρι τους, τα κατσίκια, τα αρνιά, τα πρόβατα.(9)

   Επρόκειτο για την ουσιαστική κατάλυση του δουκάτου του Αιγαίου Πελάγους. Οι όροι του Σουλτάνου παρουσιάζουν ενδιαφέρον επειδή μαρτυρούν πολιτικές που σχεδιάζουν και επιφυλάσσουν για την περιοχή του Κεντρικού Αιγαίου οι Οθωμανοί Τούρκοι. Είναι φανερό ότι οι Οθωμανοί ούτε σκέπτονται κι ούτε σκοπεύουν να αλλάξουν το οικονομικό και κοινωνικό καθεστώς των νησιών. Από διατάξεις που περιέχονται στο μπεράτι μπορεί να συναχθεί ότι οι Οθωμανοί επιχειρούν προσαρμογές και  ενσωματώσεις μερίδων του νησιωτικού πληθυσμού στην λογική της οθωμανικής διοίκησης.

    Στα 1566, ο τουρκικός στόλος, με ναύαρχο τον Πιαλή Πασά, καταλύει και τυπικά το Δουκάτο του Αιγαίου Πελάγους. Για κάποια από τα νησιά η τούρκικη κατάκτηση συντελέστηκε με βάναυσο και αιμοσταγή τρόπο.

    Με την κάθοδο των Τούρκων αρχιναυάρχων στο Αιγαίο, και με την προσάρτηση της Χίου μετά το 1566 και του δουκάτου της Νάξου το 1579, οριοθετείται μια θαλάσσια επικράτεια της οποίας η οθωμανική κυριαρχία αμφισβητείται διαρκώς από δυτικές δυνάμεις που επιδιώκουν και τον προσεταιρισμό των τοπικών νησιωτικών αυθεντιών.

    Ο Εβραίος τραπεζίτης Ιωσήφ Νάση (1566-1579), ευνοούμενος του Σουλτάνου, θα είναι ο πρώτος και ο διασημότερος από μια σειρά ενοικιαστών των φορολογικών προσόδων της Νάξου και των νησιών που συναποτελούσαν το Δουκάτο του Αιγαίου Πελάγους. Ωστόσο, από όλη αυτή την ιστορία με τον Ιωσήφ Νάση, το αξιοσημείωτο είναι ότι συνετέλεσε στο να μην εγκατασταθεί τουρκικός πληθυσμός στα νησιά.  Είχε παρατηρηθεί σημαντική μείωση του πληθυσμού εξαιτίας της βιαιότητας και αρπακτικότητας των πλοιάρχων και πληρωμάτων των τουρκικών πλοίων που ναυλοχούσαν στις Κυκλάδες, και από τις καταπιέσεις και τις αυθαιρεσίες των εκεί εγκατεστημένων Τούρκων ιδιωτών. Μια τέτοια εξέλιξη ήταν αντίθετη προς τα συμφέροντα του Νάση, γιατί όσο λιγόστευαν οι άνθρωποι λιγόστευαν και οι φόροι που εισέπραττε. Έτσι, για να εξασφαλίσει τα συμφέροντά του ο Εβραίος ηγεμόνας που ήταν ικανότατος επιχειρηματίας, για να εισπράττει πιο πολλούς φόρους φρόντισε να εκδοθούν από τον Σουλτάνο Σελήμ «διαταγές προστατευτικές των συμφερόντων του, οι οποίες δημιουργούσαν στα νησιά συνθήκες κάποιας υποφερτής διαμονής των κατοίκων, που, μη υποφέροντας τις πιέσεις των Τούρκων στρατιωτών και ιδιωτών, αθρόοι έφευγαν για την Κωνσταντινούπολι και τα άλλα μεγάλα κέντρα της τουρκικής αυτοκρατορίας, και επέτυχε ακόμη να εκδοθή στις 22 του μηνός Ραμαζάν του τουρκικού έτους 958 (= 20 Μαρτίου 1568) μια διαταγή με την οποίαν απηγορεύετο η εγκατάστασις μουσουλμάνων ιδιωτών και στρατιωτών στις Κυκλάδες, με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχαν εκεί τζαμιά και πολυπληθείς μουσουλμανικές κοινότητες».(10)

   Αλλά η διαταγή της 22 Ραμαζάν του 958 (20 Μαρτίου 1568) φαίνεται πως ατόνησε στα χρόνια της βασιλείας του Μεχμέτ Γ’ (1595 – 1603), ίσως γιατί οι τουρκικές αρχές μπόρεσαν να έχουν κάποιες πληροφορίες σχετικές με κινήσεις στο Αιγαίο. Η διαταγή ατόνησε και αφέθηκαν Τούρκοι να αποκτήσουν περιουσίες και να εγκατασταθούν στα νησιά, ασφαλώς για να παρακολουθούν τις ύποπτες κινήσεις των ραγιάδων.(11)

    Στα 1570 βενετσιάνικος στολίσκος προσορμίζεται στον κόλπο της Στυλίδας, δυτικά της Χώρας της Νάξου κι αποβιβάζει στην παραλία του Αγίου Γεωργίου 150-200 άνδρες. Οι κάτοικοι σπεύδουν σε βοήθεια και κυριεύουν το Κάστρο. Ο Φραγκίσκος Κορονέλλο, ο τοποτηρητής του Ιωσήφ Νάση, θα κατορθώσει να διαφύγει. Οι Βενετοί υποσχέθηκαν να σεβαστούν τις περιουσίες των Ναξιωτών και όρισαν προσωρινό εκπρόσωπο και δικαστή τον αδελφό του τελευταίου Δούκα Ιάκωβου Δ’ Κρίσπι, μέχρι να αποφασισθεί ο οριστικός τρόπος διοίκησης της Νάξου. Η ολιγόμηνη αυτή περίοδος βοήθειας προς τους Βενετούς υπήρξε οδυνηρή για τους κατοίκους. Η βοήθεια προς τους Βενετούς προκάλεσε την αντίδραση των Τούρκων. Πυρπολήθηκαν δεκάδες χωριά κι έσφαξαν και ανασκολόπισαν κληρικούς και προκρίτους.   

    Οι δύσκολες συνθήκες ζωής, η εσχάτη υποδούλωση, η αθλιότητα, η περιφρόνηση των αρχόντων προς τους αρχόμενους εκτρέφουν το αίσθημα της απαλλαγής και της αντίστασης. Σ’ αυτό συντελεί και η νίκη του ενωμένου ευρωπαϊκού στόλου εις βάρος του οθωμανικού στην περιώνυμη ναυμαχία της Ναυπάκτου στις 7/10/1571. Τότε παρατηρούνται αλυσιδωτές εκρήξεις και επαναστατικές ζυμώσεις και με προεξάρχοντα τον Μητροπολίτη Ρόδου και τους Μητροπολίτες Πάτρας, Μυτιλήνης και Νάξου οργανώνονται σε αντιτουρκική συνωμοσία. Οι μυστικές διαπραγματεύσεις τους με τον Ευρωπαϊκό Ιερό Συνασπισμό (Sacra Liga) θα αποκαλυφθούν και οι τέσσερις ιεράρχες θα υποστούν μαρτυρικό θάνατο.(12)   

    Τον Αύγουστο του 1595, τολμηρή συνωμοτική κίνηση αντιπροσώπων δεκαπέντε νησιών στη Νάξο απέβλεπε στην κατάλυση της τουρκικής αυτοκρατορίας. Η κίνηση σχετιζόταν με τα συμφέροντα της Ισπανίας στην περιοχή του Αιγαίου. Διακρινόταν κάποιος Ιωάννης Μόδενας από τη Νάξο, που υπηρετούσε στο ισπανικό ναυτικό, γνωστός ως Juan de Nixia, κι ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης του Don Juan de Austria, αρχηγού της ισπανικής αρμάδας. Αρκετοί Έλληνες είχαν καταφύγει στους Ισπανούς εκείνα τα χρόνια για να υπηρετήσουν στο ιππικό ή στο ναυτικό τους σε διάφορες αντιτουρκικές επιχειρήσεις στα ισπανικά κρατίδια της Κάτω Ιταλίας. Στη συνωμοτική κίνηση συμμετείχε πιθανόν ο Μητροπολίτης Παροναξίας. Παράλληλα αναταραχή προκλήθηκε μεταξύ των νησιωτικών πληθυσμών κυρίως από τις φορολογικές αυθαιρεσίες των τουρκικών αρχών και τις  βίαιες στρατολογίες για την κάλυψη των αναγκών του πολέμου.(13)

      Επρόκειτο για τη θρησκευτική-εκκλησιαστική διάσταση της αναταραχής στη Νάξο; Μάλλον. Ο Ζερλέντης συνδέει την παρουσία του Μητροπολίτη Θεωνά με μία από τις εξεγέρσεις των Ναξίων εναντίον των Λατίνων ηγεμόνων, των Κρίσπων συγκεκριμένα. Οπωσδήποτε τα κηρύγματά του Μητροπολίτη κρίθηκαν εχθρικά και απειλητικά για τον ίδιο τον Δούκα και την συνέχιση της ηγεμονίας του, η οποία πλέον βρισκόταν στη δύση της. Αλλά η άποψη του Ζερλέντη δεν επιβεβαιώνεται από κάποια γνωστή ως τα σήμερα πηγή.  Δεν υπάρχει μαρτυρία ότι υπήρξε οργανωμένη κίνηση από την Εκκλησία της Νάξου και, πολύ περισσότερο, σχέδιο για την ανατροπή της Λατινικής ηγεμονίας ή της Οθωμανικής. Επιπλέον το θρησκευτικό στοιχείο δεν φαίνεται να είναι πρωταρχικό. Ο Θεωνάς απευθύνεται σε Έλληνες όχι σε Ορθοδόξους. Απευθύνεται σε εθνική κοινότητα όχι σε θρησκευτική.

    Οι Μητροπολίτες Νάξου που συμμετείχαν στις επαναστατικές ζυμώσεις και στις συνωμοτικές κινήσεις, δεν μας είναι γνωστοί. Δεν γνωρίζουμε ποια υπήρξε η λαϊκή ανταπόκριση σ’ αυτές τις κινήσεις. Με τον Θεωνά προάγγελο οι δύο Μητροπολίτες Παροναξίας είναι οι πρώτοι και τελευταίοι από τον ανώτερο κλήρο στην Παροναξία που θα τεθούν επικεφαλής ενεργειών για την ανατροπή και την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

    Στα 1589 ο Καδής, ο Τούρκος ανώτατος αξιωματούχος στη Νάξο,  διατάζει τον καπετάνιο και τους απανωκυνηγάριδες της Δρυμαλίας να πάνε να κτυπήσουν τους ανθρώπους που είχε στη δούλεψή του ο μισέρ Γιάκουμος Γρίσπος, τον Νικόλα Αντωνόπουλο για ένα πινάκι σιτάρι και τον Μανώλη για ενάμισι και τον Κολοβίτζη δια ένα κρέας, και να αναγνωρίζουν τον μισέρ Γιάκουμο για νοικοκύρη τους. «Του φαγιού και του ποτού», το αδίκημα των κοπιαστών του μισέρ Γιάκουμου. Σιτάρι και κρέας. Το απέκρυψαν ή το έκλεψαν από τον μισέρ Γιάκουμο και γι αυτό το λόγο κινητοποιήθηκαν ο καδής, ο καπετάνιος και οι απανωκυνηγάριδες Δρυμαλίας, να επιβάλουν την τάξη, το νόμο του αφεντότοπου. Ασφαλώς δεν θα ήταν το μόνο επεισόδιο κλοπής ή απόκρυψης αγαθών από τους αφεντότοπους. Μάλλον θα είχε γενικευθεί το φαινόμενο κι έτσι στον Προνομιακό ορισμό, στα  1628/29, του Μουράτ Δ’ 1623-1640, προβλέπεται ότι οι άποροι κάτοικοι της Νάξου απαλλάσσονται από δοσίματα. Και «δεν παίρνεται από το νησί κουμέρκι μηδέ άλλα παρόμοια, ήγουν από κρασί, μετάξι και άλλα πού είνε του φαγιού και του ποτού».(14)      

    Μετά το 1555, λίγο πριν την οριστική κατάλυση του δουκάτου του Αιγαίου Πελάγους από τους Οθωμανούς Τούρκους, μετανάστευσαν στη Νάξο νέες λατινικές οικογένειες. Στα 1670 οι οικογένειες αυτές είχαν γίνει πολύ πλούσιες. Κατείχαν μεγάλα σύνολα γης στην περιοχή που βρίσκεται γύρω από την πόλη της Νάξου κι επίσης οι περισσότερες από τις 56 ορεινές περιοχές (χωριά με αραβόσιτο, βοσκότοποι πάσκουλα) που βρίσκονταν στην κατοχή τους, υπάγονταν σε ειδική οθωμανική φορολογία με συμφωνία.(15)

    Οι δύο αυτές εξελίξεις, η υπαγωγή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και η μετανάστευση λατινικών οικογενειών που επενδύουν σε γη, συνετέλεσαν ώστε η Νάξος, τον 17ο και 18ο αι., να γνωρίσει ένα ιδιόμορφο καθεστώς. Η ιδιομορφία έγκειται στο ότι πολιτικά κυρίαρχος είναι ο Οθωμανός Τούρκος, με τους αξιωματούχους του στο Νησί, και την επιβολή φόρων ως κυρίαρχο μηχανισμό της πολιτικής του ισχύος. Όμως, την άμεση κυριαρχία πάνω στο νησιωτικό πληθυσμό που ασκούν μέσω της οικονομικής τους ισχύος την έχουν οι γαιοκτήμονες, με Λατινική στην πλειοψηφία τους προέλευση. Αυτοί αποκτούν γη η οποία ανήκε στην παλαιά δουκική ιδιοκτησία είτε με επιγαμίες είτε αγοράζοντάς την: είναι οι  γνωστοί στην ιστοριογραφία αφεντότοποι. Οι αφεντότοποι, κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων γης, τόποι (βοσκότοποι, πάσκουλα), καρπώνονται φεουδαλικού τύπου δικαιώματα από την κατοχή της γης και την εργασία των κοπιαστών καλλιεργητών, «…του αφεντοτοπου καθος ητον το αντεντη απo το εκπαλε»,(16) όπως υποστήριζαν, επικαλούνταν δηλαδή το δίκαιο που ίσχυε επί Λατινοκρατίας.(17) Παρά το ότι «οι ορθόδοξοι αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού των νησιών, η καθολική κοινότητα σχηματίζει στη Σύρο, Τήνο, Νάξο, αριστοκρατίες που, παρά τους μικτούς γάμους, επικαλείται τη δυτική προέλευσή της και την εκκλησιαστική υπαγωγή της στη Ρώμη, για να διαφοροποιηθεί και να ξεχωρίσει από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Στη Νάξο μάλιστα, η κοινότητα αυτή είχε εγκλωβιστεί σ’ ένα φθαρμένο παρελθοντισμό που αντιστοιχούσε σε μια νησιωτική οικονομία που την χαρακτήριζε αγκύλωση αφού αναδιπλωνόταν στον εαυτό της και στηριζόταν στις αγροτικές προσόδους, χωρίς αυτό να αποτρέπει κοινωνικές εντάσεις».(18)

    Εκτός από αυτή τη δυσχερή για τους κατοίκους εξέλιξη, οι τελευταίοι αντιμετώπιζαν σειρά ζητημάτων με ιδιαίτερα οξύ χαρακτήρα. Ένα από αυτά ήταν η δυσαρμονία μεταξύ διαθέσιμων φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών και δημογραφικού δυναμικού. Ένα άλλο εξίσου σοβαρό ήταν ότι ο κόσμος του Αιγαίου, κυρίως των μικρών νησιών, εξαρτάται ως προς τη διατροφή του από εισαγωγές αγαθών που παράγονται έξω από αυτά. Για παράδειγμα, τα σιτηρά, αναγκαία για την διατροφή του πληθυσμού, τα προμηθεύονται από τη μικρασιατική ακτή και την Αλεξάνδρεια. «[…] Παρά το ότι τα Νησιά διασφάλιζαν την διακίνηση μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Μεσογείου, αυτό δεν σημαίνει ότι είχαν επιτύχει την οικονομική ενότητα του Αιγαίου ούτε και ότι ο κόσμος αυτός είχε καθιερώσει ένα πλέγμα σχέσεων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αστικές».(19)

    Για τα Νησιά η μεταξύ τους σύνδεση αποτελεί βασική ανάγκη. Κι αυτό επειδή τα Νησιά, όλα τα Νησιά, μοιράζονται μοίρα κοινή: το φόβο!

    Φόβο από τους πολέμους όπως της Κρήτης που αναγκάστηκε να διακόψει τις σχέσεις της με Πάτμο και Βενετία κι ό,τι αυτό συνεπαγόταν. «Τον 17ο αιώνα ήταν αυτοί ακριβώς οι βενετοτουρκικοί πόλεμοι, που επί περίπου σαράντα χρόνια διεξάγονταν στα νερά του Αιγαίου, και ο συνεχής κίνδυνος των πειρατικών επιδρομών. Τον άμεσο απόηχο τους βρίσκουμε σε κάθε πηγή της εποχής. Τον βλέπουμε, λόγου χάρη, στις σημειώσεις που κατέγραψαν συστηματικά οι Καπουτσίνοι ιεραπόστολοι για μια επιδρομή του 1675 στον Μπούργο: Η λεηλασία διήρκεσεν από της τρίτης ώρας μετά μεσημβρίας μέχρι της πρωίας της επιούσης, ώστε δεν έμεινεν ουδεμία σχεδόν οικία χωρίς να ερημωθή και λεηλατηθή. Πλείσται γυναίκες παρεβιάσθησαν, και τέσσαρες ή πέντε κρυβείσαι ανευρέθησαν. Δεν σεβάσθησαν μήτε τον αρχιεπίσκοπον, μήτε τους ιερείς, μήτε τους Καπουκίνους, μήτε τους Ιησουίτας…. Τον συναντάμε σε σκόρπιες αναφορές στις νοταριακές πράξεις για σπίτια κατεστραμμένα, πράγματα αρπαγμένα ή γυναίκες που τις «ήφθειραν» «όταν ήρθαν οι Φραντσέζοι». Ή, ακόμα, στους στίχους του Κρητικού Πολέμου του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, από όπου παίρνουμε μια γεύση των επιπτώσεων που είχαν στους νησιωτικούς πληθυσμούς οι διαμάχες, οι επιδρομές και οι λεηλασίες.(20) «Ως το 1821 οι ελληνικοί νησιωτικοί πληθυσμοί ζουν αλλά δεν καθορίζουν τον πόλεμο: τον ζουν ως θύματα, ως πληρώματα των συγκρουόμενων στόλων, επωφελούνται κάποτε απ’ αυτόν […]».(21) Η αμπελοκαλλιέργεια ευνόησε την οικονομία της Νάξου επειδή τον 17ο αιώνα έγιναν πολλοί πόλεμοι και οι πολεμικοί στόλοι έπιναν κρασί (ήταν επικίνδυνο να έπιναν το βρώμικο νερό).(22)

    Φόβο εξαιτίας των πειρατών και των κουρσάρων, που αν και μερικές φορές οι σχέσεις ανάμεσα σ’ αυτούς και στους κατοίκους των Νησιών υπήρξαν ευεργετικές,(23) αποτέλεσαν τον μεγαλύτερο φόβο. «Αλλά υπάρχουν κι άλλοι, καθημερινοί φόβοι: είναι αυτοί που στοχεύουν την κοινότητα πνεύματος και διακόπτουν την ειρηνική επικοινωνία. Ο καθημερινός νησιώτης βιώνει το φόβο, έτσι όπως γίνεται σ’ εμάς αντιληπτό από τη σωρεία των εκκλησιών και των μοναστηριών, από έναν πολυάριθμο κλήρο και από ένα καλοκουρδισμένο μοναστικό μηχανισμό στα μεγάλα μοναστήρια, όπως του Θεολόγου στην Πάτμο».(24)  

    Οι Οθωμανοί Τούρκοι δεν εναντιώθηκαν στο καθεστώς του αφεντότοπου στη Νάξο σε μια εποχή που ανάλογό του δεν συναντάμε σ’ άλλα νησιά, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις. Η ιδιοκτησία της γης αποτελούσε προνόμιο του κράτους. Αλλά το προνόμιο δεν επεκτεινόταν στην άμεση εκμετάλλευση της παραγωγής και συνακόλουθα στην εκμετάλλευση των αγροτικών και αστικών κοινωνικών ενοτήτων που περιέχονταν σ’ αυτήν. Η οθωμανική πολιτική ήταν ικανοποιημένη να ιδιοποιείται μέρος της παραγωγής κάθε περιοχής με τη μορφή είτε της φορολογικής είτε της έγγειας προσόδου. Ο Τόπος, βουνά-πάσκουλα, στη Νάξο, δεν ήταν προϊόν συμφωνίας ιδιωτικού δικαίου. Το οικονομικό και νομικό καθεστώς εξαρτιόταν από ένα απλό φιρμάνι, διάταγμα, του Σουλτάνου. Για την οθωμανική διοίκηση  οι αφεντότοποι δεν είναι παρά ενοικιαστές γης, που πληρώνουν τους φόρους που τους ορίζονται με ειδικές συμφωνίες, και συχνά αθετούνται υπέρ των αφεντότοπων, μέσω καταστρατηγήσεων και δωροδοκιών των Tούρκων αξιωματούχων. Η φύση του οικονομικού και νομικού καθεστώς που διαμόρφωνε τις σχέσεις ιδιοκτήτη γης και καλλιεργητή δεν ενδιέφερε άμεσα την οθωμανική διοίκηση. Αν οι Τούρκοι αξιωματούχοι προκαλούσαν εντάσεις με την αυθαίρετη και βίαιη συμπεριφορά τους ή αν τα Κοινά της Νάξου ή οι ενδιαφερόμενοι καλλιεργητές προσέφευγαν στις οθωμανικές αρχές μόνο τότε η Πύλη εξέδιδε προσταγή για τη διευθέτηση των όποιων διαφορών.   

    Την κατάσταση που επικρατούσε στη Νάξο και αφορούσε τις σχέσεις κυρίαρχων Οθωμανών Τούρκων και αρχόμενων σε τομείς όπως η διοίκηση, η φορολογία, οι αστικές ελευθερίες, η δικαιοσύνη, η θρησκευτική ελευθερία μας περιγράφουν οι Προνομιακοί Ορισμοί, οι Αχτναμέδες. Τους Προνομιακούς Ορισμούς, Αχτναμέδες, παραχωρούσαν οι Σουλτάνοι στους Χριστιανικούς πληθυσμούς λίγο μετά την πτώση του Λατινογενούς δουκάτου και κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους της Τουρκοκρατίας. Οι νησιώτες επωφελούνται από το δίκαιο «Αμάν» που καθιέρωσε ο Μωάμεθ και οι άμεσοι συνεργάτες του και ρύθμιζε τις σχέσεις των Μουσουλμάνων με τους Εβραίους και τους Χριστιανούς. Πρώτοι οι Χιώτες κάνουν χρήση αυτού του δικαίου και ζητούν προνόμια. Θα ακολουθήσουν οι Κυκλάδες. Οι Προνομιακοί Ορισμοί αποτυπώνουν την αρνητική πραγματικότητα του νησιωτικού πληθυσμού της Νάξου, όλα όσα του απαγορεύονταν και είχε στερηθεί, τουλάχιστον στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.(25)

     Από την έκδοση του Προνομιακού Ορισμού του Σουλτάνου Μουράτ Γ’ (1574-1598) και σ’ όλους τους αχτναμέδες που ακολουθούν ορίζονται αρχικά οι φορολογικές υποχρεώσεις, οι ειδικές εισφορές και οι τελωνειακοί δασμοί των χριστιανών: κεφαλοχάρατζο και φόρος της δεκάτης ενώ οι νησιώτες απαλλάσσονται από ειδικές εισφορές και τελωνειακούς δασμούς στο μετάξι και στο κρασί. 

    Στα 1628/29 (Μουράτ Δ’ 1623-1640) οι Ναξιώτες θα πληρώσουν στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο «τρεις σούμμες άσπρων» για «χαράτζι, αλυκίδες και κουμέρκι». Απαλλάσσονται από δοσίματα οι άποροι κάτοικοι. Και «δεν παίρνεται από το νησί κουμέρκι μηδέ άλλα παρόμοια, ήγουν από κρασί, μετάξι και άλλα πού είνε του φαγιού και του ποτού». Οι προεστοί παραδίδουν τους φόρους στους μπέηδες και έχουν δικαίωμα να διαμαρτύρονται στην Υψηλή Πύλη αν οι τελευταίοι καταπατούν διατάξεις του αχτναμέ. Από το 1628/29 οι Ναξιώτες αποκτούν το δικαίωμα να εκπροσωπούνται στην Υψηλή Πύλη. Εκλέγουν ένα δραγουμάνο χριστιανό.

     Ακόμη, απαγορεύεται στους Τούρκους εισπράκτορες να χρησιμοποιούν τα μεταφορικά μέσα των νησιωτών και να απαιτούν από αυτούς ζωοτροφές για τα ζώα τους. Που σημαίνει ότι έως τότε αυτό συνέβαινε.

     Στους Νησιώτες αναγνωρίζεται το δικαίωμα να έχουν ιδιοκτησία. Τους αναγνωρίζεται το κληρονομικό δικαίωμα σε κινητή και ακίνητη περιουσία. Απαγορεύεται η είσπραξη φόρου για κληρονομική μεταβίβαση και αναγνωρίζεται το δικαίωμα να διαθέτουν την περιουσία τους με διαθήκη.  Μπορούν να ενταφιάζουν τους νεκρούς τους σε οικογενειακούς τάφους χωρίς να καταβάλουν φόρο για τους νεκρούς. Μπορούν να κυκλοφορούν ανεμπόδιστα τη νύχτα.

    Οι Νησιώτες έχουν το δικαίωμα να αναθέτουν σε «ειδικά μαθημένους» ανθρώπους την επίλυση των διαφορών τους, δηλαδή σε ανθρώπους που είχαν γνώση του τοπικού εθιμικού δικαίου και του τρόπου με τον οποίο απονέμεται η δικαιοσύνη. Αναγνωρίζεται το τοπικό εθιμικό δίκαιο και η εγκυρότητα των αποφάσεων των τοπικών δικαστηρίων, κριτηρίων, και των αιρετοκριτών, ενώ απαγορεύθηκε στους καδήδες η όποια επέμβαση. 

    Γίνεται υποχρεωτική η σίτιση των φυλακισμένων. Τα χρέη των νησιωτών εκδικάζονται και οι ένοχοι συλλαμβάνονται και τιμωρούνται σύμφωνα με το νόμο.

    Οι Νησιώτες είναι ελεύθεροι να ασκούν τα της θρησκευτικής τους λατρείας, να επισκευάζουν τις εκκλησίες τους και να ανοικοδομούν καινούριες. Απαγορεύεται ο εξιλαμισμός και ειδικά απαγορεύεται ο εξιλαμισμός γυναικών.

    Από το 1628/29 απαγορεύεται το παιδομάζωμα, «ούτε ατζεμογλάνι να δίνουνε».

     Οι κάτοικοι απαγορεύεται με εξαναγκασμό να δουλεύουν στα ορυχεία «μίνες».

    Αναγνωρίζεται   το δικαίωμα ελεύθερης εκλογής οργάνων αυτοδιοίκησης. Τέλος, καταργούνται οι φεουδαρχικές προνομίες των γαιοκτημόνων στα Νησιά. Στα 1721, θα καταργηθεί και ο φεουδαλισμός.

      Οι τοπικές Λατινογενείς αυθεντίες των νησιών αλλά και οι Ελληνικές επεδίωκαν να αποσπάσουν από την Υψηλή Πύλη προνομιακούς ορισμούς επειδή πίστευαν ότι θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη θέση τους απέναντι στους Οθωμανούς. Η Καθολική Κοινότητα είχε στραφεί προς τις Δυτικές δυνάμεις, και συγκεκριμένα στη Γαλλία, επωφελούμενη από το προνομιακό καθεστώς των διομολογήσεων, που επέβαλε η Γαλλία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθεστώς που της παρείχε προστασία τόσο απέναντι στους Οθωμανούς Τούρκους όσο και απέναντι στις διεκδικήσεις των Ορθοδόξων Ελλήνων. Οι τελευταίοι, διεκδικώντας προνομιακή μεταχείριση, είχαν ένα καλό επιχείρημα απέναντι στους Τούρκους: τα πληρώματα της τουρκικής αρμάδας προέρχονται κυρίως από τα Νησιά του Αιγαίου.

    Συνηθίζουμε να θεωρούμε ότι οι προνομιακοί ορισμοί βοήθησαν τους χριστιανικούς πληθυσμούς των Νησιών. Οπωσδήποτε ήταν θετικό το ότι υπήρχαν. Εφαρμόζονταν άμεσα οι προνομιακοί ορισμοί; Όχι. Πολλές ήταν οι καταχρήσεις, οι υπονομεύσεις, οι δολιότητες των αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης προκειμένου να καταστρατηγούνται εις βάρος των Νησιωτών οι διατάξεις των προνομιακών ορισμών. Ήταν οι χριστιανικοί πληθυσμοί που τους έκαμαν πράξη, συχνά σε αντιπαράθεση με τους Τούρκους αξιωματούχους.

     Ο θεσμός των Προνομιακών Ορισμών εντάσσεται στη λογική της οθωμανικής πολιτικής και υπαγορεύθηκε τόσο από τις ανάγκες της κατάκτησης και της εδραίωσης της κυριαρχίας του Σουλτάνου όσο και από την πολιτική ιδεολογία που περιείχε τις αρχές οργάνωσης των υποδούλων.(26) Σκοπός των Προνομιακών Ορισμών δεν ήταν η υποστήριξη των Ορθοδόξων ή των Καθολικών Κοινοτήτων των Νησιών. Παρείχαν στους νησιωτικούς πληθυσμούς δυνατότητες για μερικές ενσωματώσεις. Απέβλεπαν στο να ενισχύσουν την αντίληψη των νησιωτικών κοινοτήτων  και των τοπικών αυθεντιών ότι η Υψηλή Πύλη μπορούσε να είναι ο επιδιαιτητής στην επίλυση των όποιων αντιθέσεων και διαφορών εμφανίζονταν στα Νησιά, και ειδικά εκείνων που προέκυπταν από τη μεταξύ τους συμβίωση. Οι Οθωμανοί επιδίωξαν την εξουδετέρωσή της ισχύος των νησιωτικών Καθολικών αυθεντιών και θεώρησαν ότι μπορούσαν να το επιτύχουν με την ενδυνάμωση των Ορθοδόξων πληθυσμών. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των αποφάσεων της οθωμανικής αρχής έκλινε υπέρ των καθολικών τοπικών αυθεντιών. Τελικά, συνέβαλαν στη μεταξύ τους αντιπαράθεση. Οι Οθωμανοί Τούρκοι γνώριζαν πάρα πολύ καλά τη σημασία που είχε το Αιγαίο Πέλαγος για την ασφάλεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όχι μόνο στρατιωτική αλλά και οικονομική και εμπορική. Καλό ήταν λοιπόν να διατηρούν τα Νησιά σε κατάσταση ύπνωσης.

     Συστατικό στοιχείο της οθωμανικής πολιτικής είναι η διαβολή και η συκοφαντία, οι αβανιές.(27) Την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι αβανιές ήταν μια καθημερινή πρακτική. Κάποιοι αποδίδουν τις αβανιές στο θρησκευτικό μίσος που υπήρχε μεταξύ Ελλήνων και Φράγκων οι οποίοι, όπως συνέβαινε πολλές φορές, συμπλέκονταν μεταξύ τους κάνοντας τους Τούρκους επιδιαιτητές. Εκεί, σ’ αυτή την αντιπαλότητα, τη θρησκευτική, εμφανίζονται οι αβανιές με σκοπό να βλάψουν και να εκμηδενίσουν οι μεν τους δε. Αυτός ήταν ο σκοπός αυτής της πολιτικής και οι Τούρκοι γνώριζαν να την ασκούν προς όφελός τους με τον καλύτερο τρόπο. Δεν απέχει πολύ από την αλήθεια ότι οι νησιώτες, διηρημένοι σε δυο ή περισσότερες φατρίες, έριζαν μεταξύ τους, ο όχλος κατά των δοκίμων και αυτοί κατά του όχλου κι εκεί έβρισκαν πρόσφορο έδαφος να εξυφανθούν αβανίες. Η πολιτική αυτή υπήρξε ιδιαίτερα προσοδοφόρα για τους καδήδες και τους υπαλλήλους τους που γνώριζαν πολύ καλά να πλουτίζουν αρπάζοντας την περιουσία των διαμαχομένων. Ακόμη και ο ισχυρός κοτσάμπασης του Κοινού των Χωρίων, ο Μάρκος Πολίτης, ο ισχυρότερος Έλληνας Ναξιώτης του 18ου αι., θα πέσει θύμα αυτής της «πολιτικής», και θα βρεθεί ανίκανος να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Με προσταγή του καπουδάν πασά όλα τα υπάρχοντά του δημεύτηκαν και θα βρει φρικτό θάνατο με απαγχονισμό στη Μυτιλήνη.(28)

    Η επιβολή φόρων από την Οθωμανική διοίκηση αποτελεί την κύρια μορφή πολιτικής και οικονομικής άσκησης κυριαρχίας απάνω στους  νησιωτικούς πληθυσμούς. Με την εγκατάσταση των Οθωμανών στη Νάξο και στ’ άλλα νησιά που συναποτελούσαν το Δουκάτο του Αιγαίου Πελάγους το κομβικό σημείο διακυβέρνησης για την οθωμανική διοίκηση σχετίζεται με τη δυνατότητα της συλλογής και απόδοσης των φόρων από ιδιώτες αρχικά και, κάποια χρόνια αργότερα, από την συλλογική απόδοση των φόρων στους κυρίαρχους. Δεν έχει σημασία η προέλευση του προσώπου, ή η δομή και λειτουργία του θεσμού (κοινότητα) ή της εταιρείας (συντροφία) που συλλέγει και αποδίδει τους φόρους. Γεγονός που αποδεικνύει ότι η προσαρμογή μερίδων των νησιωτικών κοινωνιών στα νέα δεδομένα, αυτά της οθωμανικής κυβέρνησης, έχει ήδη πραγματοποιηθεί.

    Ο τρόπος με τον οποίο ασκείται και λειτουργεί ο μηχανισμός συλλογής και απόδοσης των φόρων στον κυρίαρχο ενισχύει τα οικονομικά και κοινωνικά δυναμικότερα μέλη των νησιωτικών κοινωνιών. Προκαλεί έριδες, εντάσεις, αντιπαλότητες και αναταραχές στο εσωτερικό των νησιωτικών κοινωνιών. Αλλά οι όποιες αντιπαλότητες αποσυμπιέζονται και απορροφώνται στα πλαίσια αυτών των κοινωνιών και δεν φτάνουν σχεδόν ποτέ στο σημείο να αμφισβητήσουν τον κυρίαρχο.

    Η συλλογή των φορολογικών προσόδων αποτελεί σύστημα επιβολής και κυριαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μηχανισμό ελέγχου των ραγιάδων στη θαλάσσια επικράτειά της. Οι ενοικιαστές των φόρων λειτουργούν στα πλαίσια της οθωμανικής διοίκησης. Κι αυτό τους αποφέρει σημαντικά οφέλη, οικονομικά και κοινωνικά, και καθιστά τη θέση τους στην εγχώρια κοινωνία ισχυρή.  Σε αρκετές περιπτώσεις οι «άρχοντες» των νησιωτικών κοινωνιών κατά τον 18ο αι. οφείλουν την εξαιρετική θέση τους στην εμπλοκή τους στη λειτουργία του φορολογικού συστήματος.(29)

     Το 1621 η Νάξος διαιρείται σε τρεις διοικητικές ενότητες, που ονομάζονται Κοινά, δηλαδή Κοινότητες. Tο Κοινό του Κάστρου, που συγκεντρώνει την ανώτερη οικονομικά και κοινωνικά τάξη του νησιού που ακολουθεί την Εκκλησία της Ρώμης. Tο Κοινό του Μπούργου, που κατοικείται κυρίως από  Ορθοδόξους Έλληνες, τους αστούς Ναξιώτες, αυτούς δηλαδή που έχουν κι άλλες εκτός της αγροτικής ασχολίες και το Κοινό των Χωρίων. Το Νιο Χωριό άλλοτε συνδεόταν με το Κοινό του Κάστρου κι άλλοτε μ’ εκείνο του Μπούργου και πλήρωνε τον φόρο που του αναλογούσε στο Κοινό του Κάστρου μέχρι το 1801 οπόταν οικειοθελώς προσχωρεί στο Κοινό του Μπούργου και προσαγορεύεται «Κοινόν των Ρωμαίων της χώρας Νάξου». Η διαίρεση αυτή ακολουθεί τη μουσουλμανική λογική που διακρίνει τους ανθρώπους ανάλογα με τη θρησκεία τους.

     «Σχεδόν το ένα τρίτο των έξι με επτά χιλιάδων κατοίκων που αποτελούσαν τον συνολικό πληθυσμό της Νάξου κατοικούσε στη μοναδική πόλη, τη Χώρα. Αν και εκεί έμεναν οι λιγοστοί Τούρκοι και στάθμευαν ξένοι έμποροι και ναυτικοί από δυτικά και ανατολικά λιμάνια, οι περισσότεροι κάτοικοι ανήκαν στο «ρωμαϊκό ρίτο» - ήταν, δηλαδή, ορθόδοξοι – συνυπήρχαν με ισχυρή μειοψηφία Λατίνων (ή Φράγκων), που την εποχή εκείνη αριθμούσε 300-400 άτομα. Ωστόσο οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν στα σαράντα περίπου χωριά και αγροτικούς οικισμούς του νησιού. Όλοι οι μόνιμοι κάτοικοι της υπαίθρου ήταν Ελληνορθόδοξοι και αγρότες (έστω και αν μερικοί – όπως διάφοροι μάστορες, οι επιστάτες στα κτήματα του «άρχου» ή οι παπάδες – ασκούσαν παράλληλα κάποια τέχνη ή άλλο επάγγελμα)».(30)

     Ο τελευταίος ηγούμενος των Ιησουιτών στη Νάξο, Ιγνάτιος Λιχτλε, παρομοιάζει τα Κοινά με τις αρχαίες δημοκρατίες. Μάλλον δεν είχε κατανοήσει τις αρχαίες δημοκρατίες. Η άνδρωση και ενδυνάμωση των Κοινών οφείλεται στην απουσία ουσιαστικής οθωμανικής διοίκησης. Κυρίως οφείλεται στη συλλογή και απόδοση των φόρων που επέβαλαν οι Οθωμανοί και ως εκ τούτου στην εξοικονόμηση πόρων που προέρχονταν από τη συλλογή των φόρων που επιμέριζαν στα μέλη τους αλλά και στην άνοδο της τάξης των προυχόντων.

    Στη Νάξο, όπως συνέβαινε στην Πάρο, στη Μήλο, στη Σύρο, στην Ανάφη η μόνη Τουρκική αρχή ήταν ο καδής. Δεν γνωρίζουμε αν η Χώρα αναγνωριζόταν ως πρωτεύουσα των Κοινών. Αν εκεί συγκεντρώνονταν οι εκπρόσωποι των Κοινών για να πραγματευτούν ζητήματα κοινής ωφέλειας και κοινού ενδιαφέροντος και να λάβουν αποφάσεις, ούτε αν υπήρξε ισοτιμία μεταξύ των κοινοτήτων. Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι περιπτώσεις που συγκαλούνταν το Κοινό του νησιού ήταν: η εκλογή αντιπροσώπων με συγκεκριμένη εντολή να διαπραγματευθούν στην Πόλη την «αλάφρωση των δοσιμάτων» ή «να τους αφήσουν στο νησί απάνω τους» δηλαδή τη συγκέντρωση των φόρων «κι όχι εις βοήβοντα των φόρων», δηλαδή σε ενοικιαστή φόρων. Στα Ναξιακά νοταριακά έγγραφα συχνή είναι η αναφορά στον βοεβόδα. Να συζητήσουν τη σύνταξη «κοινής γραφής» σχετικά με προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος για τον «αφέντην δραγομάνον» ή για την Πύλη. Για να λάβουν μέτρα για την προστασία των προεστώτων όταν οξύνονται οι κομματικές αντιθέσεις και οι διαφορές με άλλα νησιά. Για την αντιμετώπιση πολιτικών καταστάσεων που θα μπορούσαν να έχουν επιβαρυντικές επιπτώσεις στα πράγματα του νησιού.(31)

     Με την πάροδο των χρόνων τα Κοινά διεύρυναν τις αρμοδιότητές τους σε τομείς όπως η παιδεία και η απονομή δικαιοσύνης για τους ομοεθνείς τους, ακόμη και για ποινικές υποθέσεις, παρά το ότι οι Οθωμανοί ουδέποτε παραχώρησαν ποινική δικαιοδοσία στους υπόδουλους Έλληνες. Ανάμεσα στις αρμοδιότητες των Κοινών συγκαταλέγονται: η εκλογή των κοινοτικών αρχόντων (προύχοντες, δημογέροντες, επίτροποι, σύντυχοι, κλπ), η εκλογή αντιπροσώπων που στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη για τη ρύθμιση κοινοτικών προβλημάτων, η διατίμηση των προϊόντων του νησιού, η περιστολή αγροζημιών, η περιφρούρηση της υγείας των κατοίκων από τη διάδοση λοιμωδών νόσων, η οργάνωση υγειονομικής υπηρεσίας για το λιμάνι, η πρόσληψη ιατρού, η υπεράσπιση συμπατριωτών από τον κατατρεγμό των τουρκικών αρχών, η ματαίωση ναυτολόγησης νησιωτών για τις ανάγκες του τουρκικού στόλου, η απόκρουση πειρατικών επιδρομών κ. ά. (32)

    Σημαντική είναι η οικονομική δραστηριότητα την οποία υποστηρίζουν τα Κοινά, αν και δεν έχουν καμιά νόμιμη εξουσία για τέτοιου είδους δραστηριότητες. Σημαντικότατη επίσης είναι η προστασία την οποία παρέχουν στα τοπικά προϊόντα και στις τοπικές αγορές που προτιμώνται έναντι των άλλων προϊόντων και αγορών.

    Για την αντιμετώπιση κοινών κινδύνων τα Κοινά, αναλαμβάνουν πρωτοβουλία και σχηματίζουν «ενώσεις και συνδέσμους». Τον 18ο αιώνα επτά κοινότητες της Πάρου συνέστησαν «σύνδεσμον» «αποβλέποντες εις κοινήν ωφέλειαν της πατρίδος». Στη Νάξο τον 18ο αι. για την διόρθωση των οικονομικών τους. Καθ' όμοιο τρόπο ενήργησαν κατά τον 17ο και 18ο αιώνα οι Μυκόνιοι, «συμφωνία και αδελφότητα», όταν ομόφωνα έλαβαν την απόφαση να εκδιώξουν τον Τούρκο ιεροδικαστή. Όμοια στη Σκύρο αποφασίζουν από κοινού «ψυχή τε και ζωή» να παρεμποδίσουν την άφιξη ξένου βοεβόδα.(33)

    Στα 1736 συνέρχονται οι εκπρόσωποι των τριών Κοινών της Νάξου και σε «Γράμμα Συμφωνητικόν» περιγράφουν με μελανά χρώματα την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει: «τέλειον ζημίαις και έξοδαις οπού έτρεξαν ανάμεσα τως τα τρία κοινά [...] τόσον όπου ήλθον εις ελεεινήν κατάστασιν και παντελή αφανισμόν, τα Κοινά Κάστρου, Μπούργου και Χωρίων της "Αξίας». Χρειάστηκε να επιστρατευθούν από τη μεριά των εκλεγμένων κοινοτικών αρχόντων «θεοφοβίαν», «τέλεια αγάπη» «ειρηνικήν και ακαταζήτησιν γνώμη» για να καταλήξουν ότι «θέλουν από την σήμερον διά παντοτεινήν τως κυβέρνησιν των τριών κοινών [...]» ώστε να συμφωνήσουν «...διά το κουμέρκι», το φόρο που πλήρωναν στο τελωνείο όσοι εισήγαγαν προϊόντα στη Νάξο, για τις «αλατζαλικαίς, ψαρατζαλικαίς, βάρκες ψαράδικες, πρόβατα και σμυρίγλι».(34)

      Τα τρία Κοινά της Νάξου συμφωνούν ότι οι χωρικοί εργαζόμενοι στις Αλυκές, εποχιακοί εργαζόμενοι, «να πληρώνουνται και να «πέρνουν άλας διά τον κόπον τως κατά πως επεκρατήθη από το παλαιόν». Αυτό σημαίνει ότι οι πληρωμές είχαν μειωθεί ή και σταματήσει, όπως και το μερίδιο σε αλάτι που αντιστοιχούσε σε κάθε εργαζόμενο στις Αλυκές.

    Ακόμη, τα τρία Κοινά συμφωνούν να καταργήσουν το χαράτζι που επέβαλαν τα Κοινά Κάστρου και Μπούργου σε Χωρίτες που αποφάσιζαν να κατοικήσουν στις κοινότητες αυτές, στο Νιο Χωριό το πιθανότερο, και το Κοινό των Χωρίων να μην εισπράττει το αντίστοιχο χαράτζι από Καστριανούς και Μπουργιανούς που θα επιθυμούσαν να κατοικήσουν σ' ένα από τα χωριά του Κοινού των Χωρίων.

    Το «Γράμμα Συμφωνητικόν» συνυπογράφουν ενενήντα επτά πρόκριτοι πληρεξούσιοι, από την Δρυμαλία (Χωρία), το Κάστρο και τον Μπούργο, - οι περισσότεροι από τη Δρυμαλία, ανάμεσα τους οι ιερείς πλειοψηφούν. Πρόκειται για ένα είδος συνθήκης που καθόριζε τις υποχρεώσεις κάθε Κοινού, τον τρόπο και τις μεθόδους διαχείρισης των  παραγωγικών δυνατοτήτων τους.

   Και για να είναι «το παρόν πάντα να είναι και να γροικάται ισχυρόν, βέβαιον και αχάλαστον εις τον αιώνα» υπόσχονται να «στείλουν τον εφετεινόν χρόνον ανθρώπους δια να πάσιν εις την Πόλιν να κυβερνήσουσι το νησί μας...».

     Στα 1736 στη Νάξο οι προυχοντικές αρχές υπέστησαν μειωτική μεταχείριση από τον καπουδάν πασά, επειδή επέμεναν να καταβάλουν τη νόμιμη, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, φορολογική επιβάρυνση, κι όχι την πολλαπλάσια παλαιά, η οποία είχε οδηγήσει τους πληθυσμούς του νησιού» εις ελεεινήν κατάστασιν».(35)

     Κεντρική μορφή της δομής και της λειτουργίας του κοινοτικού θεσμού αναδεικνύεται ο προύχοντας. Τόσο σημαντική είναι η θέση του και ο ρόλος του στη λειτουργία του κοινοτικού θεσμού ώστε ο Γιώργος Δ. Κοντογιώργης θα μιλήσει για «προυχοντική τάξη» θεωρώντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, ότι οι προύχοντες απόκτησαν ίδια συμφέροντα που σχετίζονταν με την κοινότητα ως λειτουργικό  οργανισμό της οθωμανικής διοίκησης.(36) Ο προύχοντας είναι κυρίως ο εκμισθωτής ή ο διαχειριστής των δημοσιονομικών υποθέσεων του οθωμανικού κράτους στην κοινοτική περιοχή. Είναι και ο δανειστής και ενδεχομένως ο μεγάλος γαιοκτήμονας, όπως οι πρόκριτοι του Κοινού του Κάστρου, του Κοινού του Μπούργου από την ανερχόμενη μεσαία τάξη και ο Μαρκάκης Πολίτης από το Κοινό των Χωρίων. Ο προύχοντας είναι υποχρεωμένος να εφαρμόζει την οθωμανική πολιτική στην κοινότητα, που είναι η δημοσιονομική, και αντλεί πόρους από την κοινοτική περιουσία την οποία διαχειρίζεται. Εμφανίζεται με κοινωνική και πολιτική ιδιότητα να συμμετέχει στις κοινωνικοπολιτικές διαδικασίες του χριστιανικού κοινοτικού μορφώματος αλλά και στις αντίστοιχες διεργασίες και αντιθέσεις που αναπτύσσονται στην ευρύτερη οθωμανική περιοχή. Οι δυνατότητες που αποκτούσε και η δυναμική που ανέπτυσσε η «τάξη» των προυχόντων εξασθένιζε τις δυνατότητες του «κοινού λαού» να ασκήσει έλεγχο στη διαχείριση των κοινοτικών υποθέσεων. Στην εξουσία του περιέρχονται όλα τα ζητήματα που ανάγονται στις σχέσεις της κοινότητας με την οθωμανική εξουσία.(37)    

    Βασική προϋπόθεση για την εξέλιξη του κοινοτικού θεσμού και της κοινοτικής πολιτικής υπήρξε το ότι το δημοσιονομικό σύστημα εντάχθηκε στο χώρο της κοινότητας. Η οποία είδε σ’ αυτό έναν προνομιακό χώρο επένδυσης κεφαλαίων. Αιτία υπήρξε η αυθαιρεσία των ίδιων των Τούρκων: οι κρατικοί φόροι και πρόσοδοι γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους ίδιους τους Τούρκους αξιωματούχους τόσο που να προκαλέσουν την αντίδραση της Πύλης, του Σουλτάνου. Έτσι συνέβη στη Νάξο όπως μας πληροφορεί η προσταγή του Σουλτάνου προς τον Καπουδάν Πασά το 1722. Ο Σουλτάνος γράφει στον καπετάν πασιά ότι κάποιοι αγόραζαν το βοϊβοντιλίκι της Νάξου και το πουλούσαν σ’ άλλους «με μίαν ποσότητα διάφορον» κι εκείνοι το πουλούσαν σ’ άλλους, χέρι με χέρι, κάθε χρόνο κι έφθασε στα 33 πουγγία ενώ η αρχική υποχρέωση ήταν 16 πουγγία και 400 γρόσια. Οι βοϊβονδάδες «έκαμαν αδικίας, υπέρ την δύναμιν αυτών μερικοί από τους ραγιάδες το εδέχθησαν απάνω τους». Ο Σουλτάνος δεν επιθυμεί τη συνέχιση αυτής της κατάστασης. Γι’ αυτό «εις το εξής αυτοί αφ’ εαυτών εκλέγοντες εκείνους οπού εμπιστεύονται πως θέλουν τους κάμει ζάπτι με δικαιοσύνην να μην είναι ως πρώτον υποκείμενοι εις τες αδικίες των βοϊβονδάδων…»(38)

    Κατ’ αυτό τον τρόπο η Νάξος απόκτησε το δημοσιονομικό «προνόμιο». Με τον τρόπο αυτό οι κοινότητες κατάφεραν να ελαφρύνουν την φορολογική επιβάρυνση και να περιορίσουν την οθωμανική κρατική παρουσία στον κοινωνικό τους χώρο. Αυτή η εξέλιξη προσέδωσε μεγαλύτερη ισχύ στους προύχοντες και ενίσχυσε την πολιτική παρουσία τους. Με την «ενοικίαση» των φόρων και των λοιπών κρατικών προσόδων, η οθωμανική εξουσία παραιτήθηκε στην πραγματικότητα από το δημοσιονομικό της ρόλο και από την οργάνωση της σχετικής διοικητικής υποδομής κι έδωσε τη δυνατότητα στα Κοινά να αναπτύξουν τους δικούς τους μηχανισμούς και να πείσουν τον κοινωνικό τους χώρο για την ανάγκη της εξουσιαστικής διαδικασίας του καθορισμού και του επιμερισμού των φορολογικών βαρών….. Όχι πάντα με επιτυχία αφού δεν έλειψαν αυθαιρεσίες, αντιπαραθέσεις και αντιπαλότητες μεταξύ των προυχόντων με δυσάρεστα για τους κατοίκους των Κοινών αποτελέσματα.

      Από μαρτυρίες που έχουμε στη διάθεσή μας η χρονιά του 1643 θα πρέπει να θεωρηθεί σταθμός όσον αφορά την ανάληψη πρωτοβουλιών και δράσης από τους καλλιεργητές κατοίκους των Χωρίων της Δρυμαλίας. Χωρίς να εγκαταλείπουν την ως εκείνη την περίοδο πρακτική τους, να προκαλούν δηλαδή ζημιές στη σοδειά των αφεντότοπων, οι καλλιεργητές των Χωρίων, προφανώς μετά από συναθροίσεις και συζητήσεις, διαμορφώνουν τις διεκδικήσεις τους εναντίον των αφεντότοπων, προβάλλουν τα αιτήματά τους και για την ικανοποίησή τους αποφασίζουν να αποταθούν στην Υψηλή Πύλη. Αναθέτουν την εκπροσώπησή τους σ’ έναν από τους ιερείς που ξεχώριζε μεταξύ των ιερέων της Δρυμαλίας, στον Οικονόμο της εκκλησίας της Δρυμαλίας, από την οικογένεια των Πολιτών.

    Στα 1643 οι καλλιεργητές κάτοικοι των Χωρίων αντιλαμβάνονται ότι προκειμένου να βελτιώσουν τις επαχθείς συνθήκες διαβίωσης και να προστατευτούν από τις αυθαιρεσίες και τις αδικίες των αφεντότοπων – «απέδιδαν σ’ αυτούς τα τέλη, σε νομίσματα σολδία, υπέρπυρα και εις είδη αλέκτορας, όρνιθας, κάπωνας, ερίφους, κηρόν και άλλα είδη και εκ των προϊόντων της εργαζομένης γης την εντριτείαν…» - η ατομική δράση, όπως η κλοπή, η απόκρυψη μέρους, μικρού πάντα, της σοδειάς, δεν επαρκούσε πλέον, – στο μεταξύ είχαν κάνει την εμφάνισή τους στα κτήματα φύλακες, επιστάτες, δεργάτες, τις απολαβές των οποίων οι γαιοκτήμονες αφεντότοποι είχαν μετακυλήσει στους ώμους των καλλιεργητών.

    Στα 1643 οι καλλιεργητές στους τόπους αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι αποτελούν ξεχωριστό κοινωνικό σύνολο, με ιδιαίτερη οντότητα και ίδια συμφέροντα. Αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να δρουν από κοινού,  και να επιλέγουν εκπρόσωπό τους από συντοπίτες τους που ξεχωρίζουν στα Χωρία. Σ’ αυτά, στη Δρυμαλία, αρχίζει να διαμορφώνεται μια «ελίτ» μεταξύ των κατοίκων της περιοχής. Αυτή η «ελίτ» δεν είναι οι αφεντότοποι, Κορονέλλοι, Μπαρότσι, Λαστίκ και άλλοι. Δεν προέρχονται ή δεν εξαρτώνται από τους αφεντότοπους. Αλλά δεν είναι ούτε Ορθόδοξοι Έλληνες του Μπούργου της Χώρας.

     Ο οικονόμος Δρυμαλίας θα τους εκπροσωπήσει ενώπιον του Σουλτάνου Ιμπραήμ του Αχμέτου, για να καταδείξει τα δεινά τα οποία υφίστανται από τους γαιοκτήμονες και να επιτύχει την «αποκοπήν» του φεουδαλισμού. Επέτυχε την αποκοπή της εντριτείας. Οι Λατίνοι κάτοχοι της γης αντέδρασαν και δια του πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη ζήτησαν να ακυρωθεί η απόφαση της Πύλης. Με δόλο, τελικά, κατάφεραν να διατηρήσουν τα κεκτημένα. Ο Οικονόμος Δρυμαλίας συνέχισε να απειλεί τους Λατίνους ότι θα τους εκδιώξει από τις κατοικίες τους στο Κάστρο και στη θέση τους θα βάλει τους Οσμανίδας και θα κάμει τους ναούς τους τζαμιά και θα αποκόψει τον φεουδαλισμό. Και οι Λατίνοι τον καταριόντουσαν «να του τσακίσει ο Θεός τα πόδια και να του βγάλει τα μάτια».(39)

    Στα 1643, στη Χώρα της Νάξου, ο Ιησουίτης Φραγκίσκος Ροσσέριος προσέβαλε τις απόψεις του Γρηγορίου Παλαμά περί «ακτίστου φωτός». Οι Ορθόδοξοι «εξανέστησαν» εναντίον των Ιησουιτών και όλων των Δυτικών που θεωρούσαν αιρετικό τον Γρηγόριο Παλαμά και αναθεμάτισαν τους Ιησουίτες. Ο Μητροπολίτης Νικόδημος σε κήρυγμά του απαγόρευσε στους Έλληνες να εξομολογούνται από τους Φράγκους ιερείς. Λίγες μέρες αργότερα όμως επέτρεψε στους Καπουκίνους να εξομολογούν το ποίμνιο του. Οι δόκιμοι του Μπούργου Κωνσταντίνος Κόκκος και Δημήτριος Ακριβός περίμεναν την άφιξη της βενετικής αρμάδας για να ζητήσουν δικαιοσύνη κατά των ιησουιτών. Αλλά, «[…] προσορμισθέντα εις την νήσον έξ πλοία των Βενετών εδήωσαν σκληρώς τους Ναξίους και καθείρξαν τον Κωνσταντίνος Κόκκον εν κατέργω […]».(40)

    Αυτή την εποχή του 17ου αιώνα δύο προσωπικότητες πρωταγωνιστούν στα Κοινά της Χώρας: ο Κρουσίνος (Χρουσής) Κορονέλλο, στο Κοινό του Κάστρου, και ο Κωνσταντίνος Κόκκος, στο Κοινό του Μπούργου, σε διαρκή μεταξύ τους αντιπαλότητα και αντιπαράθεση. Η τοπική βιβλιογραφία και ο Περ. Γ. Ζερλέντης θεωρούν ότι αυτή η αντίθεση αποτελεί μία ακόμη εξέγερση των αγροτών της Νάξου με σκοπό την κατάλυση του φεουδαλισμού. Ο Χρουσής Κορονέλλο είναι πρόξενος, κόνσολος, της Γαλλίας, γαιοκτήμονας αφεντότοπος, ο πλουσιότερος άνθρωπος στις Κυκλάδες. Θέλει την παράταξή του προσδεδεμένη στην πολιτική της Γαλλίας, στο καθεστώς των διομολογήσεων. Ο Κωνσταντίνος Κόκκος ίσχυε μεταξύ των Ελλήνων του Μπούργου και έχαιρε την αγάπη και την υπόληψη των συμπολιτών του που τον θεωρούσαν φυσικό τους προστάτη. Η σχέση των δύο ανδρών κατέληξε σε φονικό, στην εξόντωση και των δύο.

      Από τη μια η Γαλλική παρουσία που επιδιώκει τον προσεταιρισμό νησιωτικών αυθεντιών, όπως το κόμμα Κορονέλλου, από την άλλη το βενετσιάνικο εμπορικό δίκτυο απλωμένο σε σημαντικά νησιά, όπως η Πάρος, απ’ όπου οι Κωνσταντίνος Αλιπράντης, ο Γασπάρος Κοντόσταυλος και ο Ερρίκος Ρόζα έκαναν αισθητή την παρουσία τους ως έμποροι σε μεγάλο μέρος του Αιγαίου. Αλλά και Νάξιοι διεκπεραίωναν το βενετσιάνικο εμπόριο. Το εξωτερικό εμπόριο αποτελούσε την οικονομική βάση των δύο κοινοτήτων της Νάξου επειδή κατ’ αυτό τον τρόπο αποκτούσαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώνουν τους φόρους. Μάλιστα η σχέση ανάμεσα στο βενετσιάνικο εμπορικό σύστημα και στην πληρωμή των φόρων ήταν εξαιρετικά στενή. Επιπλέον, από τις φορολογικές ρυθμίσεις του 1670 επωφελούνται οι Καστριανοί, και ιδιαίτερα η παράταξη του Κορονέλλο, που θα μετακυλήσει τα βάρη στους ασθενέστερους. Από την άλλη τα Χωρία πιστεύουν ότι το Κοινό του Μπούργου δεν κατέβαλε το ποσό του φόρου που του αναλογούσε. Αυτά προκαλούσαν διαμάχες που ταλαιπωρούσαν τα Κοινά.(41)

     Οι δυνάμεις της εποχής που διέσχιζαν το Αιγαίο, Γαλλία, Βενετία και Οθωμανοί, είχαν στραμμένη την προσοχή τους στο πολιτικό και οικονομικό status των τοπικών αυθεντιών στα νησιά. Αλλά και οι τοπικές αυθεντίες προσέβλεπαν στις δυνάμεις αυτές, όχι πάντα με επιτυχία. Η επιλογή προστάτιδας δύναμης από τις νησιωτικές αυθεντίες και η ένταξή τους στις πολιτικές της είχε μεγάλη σημασία για την άσκηση πολιτικής, τη διαμόρφωση επιρροών και ισορροπιών προκειμένου να προωθήσουν τα συμφέροντά τους και την ηγεμονία τους στην εγχώρια κοινωνία. Αυτή η πολιτική ίσχυσε από την αρχή της οθωμανικής κατάκτησης. Η προσκόλληση του τοποτηρητή του Ιωσήφ Νάση, Φραγκίσκου Κορονέλλο, στην πολιτική του Σουλτάνου, προκάλεσε την οργή της Βενετίας που τον κατηγόρησε ως «προδότη, ψευδή χριστιανό» και ότι «κατέλυσε την φράγκικη αρχή των Κρίσπων και Σουμαρίπα στη Νάξο και Άνδρο». Η Βενετία τον συνέλαβε με την συνδρομή των κατοίκων της Σύρας και τον φυλάκισε στην Κρήτη.(42) Ο δισέγγονος του Φραγκίσκου Κορονέλλο, Κρουσίνο, επιλέγει την πολιτική της Γαλλίας, το καθεστώς των διομολογήσεων, που εξυπηρετεί με ασφάλεια τα συμφέροντα των Χριστιανών που ζουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εν προκειμένω της Καθολικής Κοινότητας.(43) Στην επιλογή αυτή οφείλεται η εγκατάσταση στη Νάξο των Γαλλικών μοναστικών Ταγμάτων, των Ιησουιτών και των Καπουκίνων, και η ίδρυση των σχολείων τους. Μερικά χρόνια αργότερα και της Σχολής των Ουρσουλινών με την αποφασιστική συνδρομή του ηγουμένου των Ιησουιτών, Ροβέρτου Saulger. Ωστόσο η Βενετία, εγγυητής του Δουκάτου του Αιγαίου Πελάγους, ήδη από την εποχή του Μάρκου Β’ περιελάμβανε στις συνθήκες που υπέγραφε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία τις κτήσεις του Δουκάτου, παρά την παρακμή της, εξακολουθεί να διατηρεί τις επιρροές της στη Νάξο. Ο Χρουσής Κορονέλλο και οι Καστριανοί με τον Φραγκ. Μπαρότση συνομιλούν με τον Γάλλο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, ενώ συγγενής του Κορονέλλο διατηρούσε στενούς δεσμούς με τον Μεγάλο Βεζύρη. Αλλά τη δύναμή του ο Κορονέλλο βάσιζε κυρίως στην ικανότητά του να επωφελείται από τις συγκυρίες. Το κόμμα του Κορονέλλο πέτυχε να παραμείνουν αμετάβλητα τα φεουδαλικά προνόμια των αφεντότοπων και να τους ευνοήσει η κατανομή των φόρων. Τότε το κόμμα του Κόκκου προσπάθησε να εναντιωθεί μπαίνοντας επικεφαλής μιας κινητοποίησης αγροτών. Ωστόσο, ο Κορονέλλο, παρά το ότι δεν είχε την υποστήριξη του συνόλου της Καστριανής Κοινότητας, - δεν δίστασε να έρθει σε αντιπαράθεση με τον Αρχιεπίσκοπο Βαρθολομαίο Πόλλα - είχε την υποστήριξη του Καδή. Κυρίως όμως οι αγρότες δεν προσέτρεξαν σε βοήθεια του Κόκκου. Οι δύο ομάδες θα συγκρουσθούν με αποτέλεσμα να δολοφονηθούν οι δύο επικεφαλής.(44)

     Έξη χρόνια αργότερα, είναι χαρακτηριστική η διατύπωση του Αντώνη Σκλαβούνου, κάτοικου Μπούργου της Νάξου, ο οποίος σε επιστολή του προς τον Λορέντζο Δελλαρόκκα, με ημερομηνία 29 Αυγούστου 1690, καταγγέλλει την αυθαιρεσία του γαιοκτήμονα: «άλλη τυραννία δεν έγινε από τους δ υ ν α τ ο ύ ς εις εμάς τους α δ ύ ν α τ ο υ ς, μόνον τούτη, να μας αποδιώκετε και από τα γονικά μας πράγματα με το να έχετε την α υ τ ο θ έ λ η τ ο ν ε ξ ο υ σ ί α ν κ α ι δ ύ ν α μ ι ν».(45)     

     Η τοπική βιβλιογραφία θεωρεί την αντιπαράθεση των δύο μερίδων  Κορονέλλου-Κόκκου «Δραματικόν επεισόδιον της Ναξιακής ιστορίας». Αλλά ο ισχυρισμός ότι η σύγκρουση αυτών των δύο ανδρών και των  παρατάξεων τους σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής δεν είναι αστήρικτος. Η «συντροφία», η εταιρεία, που αποκτά σάρκα και οστά το 1691 στο Μπούργο της  Νάξου, με σκοπό την είσπραξη των φόρων του Κοινού του Μπούργου, παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την εξέλιξη της τοπικής κοινωνίας από το «Δραματικόν επεισόδιον». Παρά το ότι δεν διαθέτουμε τις πληροφορίες που θα θέλαμε για τις κινήσεις αυτής της «συντροφίας», η Αγλαΐα Κάσδαγλη θεωρεί την δράση της ως ένα από τα χαρακτηριστικά της ανόδου μιας νέας τάξης που εκείνη την εποχή έκανε την εμφάνισή της στη Νάξο.(46)

    Αναφέρεται ο μισέρ Γεωργάκης Αγκονάτης. Αναφέρεται τέσσερις φορές ως δανειστής, μεταξύ 1683 και 1688, ενώ το 1691 ήταν ένας από τους εννιά Έλληνες (όλοι γνωστοί για παρόμοιες δραστηριότητες) που σχημάτισαν συντροφία για να εισπράξουν τους φόρους του Μπούργου.(47) Δεν γνωρίζουμε αν το Κοινό του Μπούργου ή οι Οθωμανοί ήταν εκείνοι που εκμίσθωσαν στην «συντροφία» των εννιά Μπουργιανών την είσπραξη των φόρων του Κοινού τους. Οι ενοικιαστές εξασφαλίζουν πλεονεκτήματα, όπως η υπεισέλευση τους στη θέση του κρατικού οργάνου και η εξασφάλιση μιας ανεξαρτησίας στα πλαίσια του φόρου που εισπράττουν. Ο δικαιούχος, από την πλευρά του, Κράτος ή Κοινό, με την ενοικίαση των προσόδων του εισπράττει αμέσως κατ’ αποκοπή ένα σημαντικό ποσό ώστε να ανταπεξέλθει με τις δημοσιονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει και να ελαχιστοποιήσει το δημοσιονομικό κίνδυνο.(48)

    Δεν γνωρίζουμε σε τι συνίσταντο οι φόροι του Μπούργου. Ήταν, για παράδειγμα, φόροι για τις αλυκές και ψαρατζαλυκές, για τις βάρκες, του τελωνείου; Ούτε γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο «πολιτεύτηκαν», επιμέρισαν δηλαδή το φόρο μεταξύ των Μπουργιανών και τον εισέπραξαν. Υπήρξαν, ο μισέρ Γεωργάκης Αγκονάτης και η «συντροφία» του, αμερόληπτοι στον καταμερισμό των φόρων; Ευνόησαν; Αδίκησαν; Παρατηρήθηκαν έριδες και διχοστασίες μεταξύ των Μπουργιανών εξαιτίας του επιμερισμού του φόρου; Δημιούργησαν πολιτικούς φίλους και σχημάτισαν δικό τους κόμμα;  Δεν γνωρίζουμε. Όμως αν κρίνουμε από ανάλογες περιπτώσεις γειτονικών νησιών είναι πιθανό ότι και στη Νάξο συνέβησαν όλα αυτά.

     Οι εννιά Μπουργιανοί του 17ου αιώνα επένδυσαν στην αγορά των φόρων σ’ ένα Κοινό όπου δεν συναντάς οθωμανό αξιωματούχο κι αυτή η επένδυση τους προσδίδει αυξημένες αρμοδιότητες απέναντι στους συντοπίτες τους. Η όποια δημοσιονομική διαφορά μετατρέπεται σε ενδοκοινοτική και μετριάζεται η οθωμανική αυθαιρεσία. Έτσι διευκολύνεται η προσφυγή στον κατακτητή και η διαμεσολάβηση σύμφωνα με τους όρους των Προνομιακών ορισμών αχτναμέδων.

     Από μια άλλη περίπτωση επιμερισμού και είσπραξης του φόρου προκλήθηκε διαμάχη μεταξύ του οικισμού των  Νεοχωριτών και του Κοινού του Κάστρου και αφορούσε τον επιμερισμό των δοσιμάτων των  Νεοχωριτών. Υπαγόμενοι στο Κοινό του Κάστρου, λίγοι και ανίσχυροι, οι Νεοχωρίτες, υφίσταντο  ζημιές και αδικίες από την άδικη κατανομή των φόρων που απέδιδαν στο Κοινό του Κάστρου. Οι Καστριανοί έφτασαν στο σημείο να ζητήσουν από τους Νεοχωρίτες αντί να καταβάλουν μέρος  του φόρου να δώσουν ναύτες, κι αυτό τους το αξίωναν με τη βία. Τελικά, προκάλεσαν την έκδοση χοτζετίων και μπουγιουρδίων που καλούσαν σε συμμόρφωση τους Καστριανούς.(49)

    Σύμφωνα με το τούρκικο φορολογικό κατάστιχο του 1670 η οικονομία του νησιού βασιζόταν στο εξαγωγικό εμπόριο. Σ’ αυτό βοηθούσαν και οι πολεμικές συγκρούσεις στη Μεσόγειο. Κρασί, δημητριακά, τυριά, ζώα, ήταν προϊόντα ιδιαίτερα χρήσιμα στους εμπόλεμους της εποχής. Έτσι η αμπελοκαλλιέργεια ευνόησε την οικονομία της Νάξου επειδή τον 17ο αιώνα έγιναν πολλοί πόλεμοι και οι πολεμικοί στόλοι έπιναν κρασί (ήταν επικίνδυνο να έπιναν βρώμικο νερό).

    Στα 1670 σημαντική ήταν η διαφορά πλούτου ανάμεσα στα χωριά. Ανάμεσα στα πιο φτωχά η Κεραμωτή, η Κόρωνος, Σκαδό Μέση, Κωμιακή.  Το πλουσιότερο ήταν ο Άγιος Βλάσιος, ένας από τους οικισμούς στην Τραγαία, γειτονικός στο Χαλκεί. Την ίδια περίοδο το πιο μικρό χωριό έχει 11 σπίτια και κάθε σπίτι κατείχε 10 στρέμματα χωράφια, 4 στρέμματα αμπέλια, 10 ελαιόδεντρα που φορολογούνταν, κάποιες συκιές και μικρή παραγωγή μεταξιού. Στα φτωχότερα χωριά κάθε σπίτι κατείχε μόνο το ένα τέταρτο απ’ όλ’ αυτά.

    Η καλλιεργήσιμη έκταση γης με αμπέλια είναι σημαντική. Το ένα τρίτο της καλλιεργημένης γης ήταν αμπέλια. Οι μεγαλύτερες εκτάσεις βρίσκονταν στο Χαλκεί και στ’ Απεράθου. Κάθε χωριό καλλιεργούσε περίπου 300 στρέμματα και κατέβαλε φόρο.

    Στα 1670 στο Χαλκεί ο πληθυσμός δεν ξεπερνούσε τους 350 κατοίκους περίπου αλλά στ’ Απεράθου κατοικούσαν περίπου 1000 κάτοικοι. Έτσι, στο κατάστιχο του 1670, το Χαλκεί εμφανίζεται πλουσιότερο από τ’ Απεράθου. Από την Πάτμο έρχονταν πλοία να φορτώσουν κρασί. Το ένα τρίτο των φόρων που κατέβαλε η Νάξος στην Οθωμανική διοίκηση προέρχονταν από το κρασί.

    Η συγκομιδή της παραγωγής προερχόταν από αμπέλια, δημητριακά, ελιές, σύκα, μουριές για μετάξι, βαμβάκι, πρόβατα και κατσίκια και πολλά γουρούνια. Την εποχή του Δουκάτου εξήγαγαν προκειμένου να εξοικονομήσουν χρήματα για να νοικιάζουν πολεμικά πλοία από τη Βενετία. Στην εποχή της Τουρκοκρατίας είχαν ανάγκη από ρευστό για να πληρώνουν τους φόρους. Σημαντική πηγή εισοδημάτων ήταν οι Αλυκές.(50)

    Οι κάτοικοι στις κοινότητες των Χωρίων ήταν οι καλλιεργητές στους τόπους (βουνά, πάσκουλα), που βρίσκονταν στις περιοχές που συναποτελούσαν το Κοινό των Χωρίων. Αλλά οι τόποι «ανήκαν» στους αφεντότοπους, που κατοικούσαν στο Κοινό του Κάστρου. Οι πρόσοδοι των αφεντότοπων προέρχονταν από  τα εδάφη που βρίσκονταν στα όρια του Κοινού των Χωρίων. Το καθεστώς αυτό ελάχιστα ευνόησε την κοινωνική συνείδηση και ανεξαρτησία του πληθυσμού και επηρέασε προς το χειρότερο την κοινωνική δυναμική στο νησί.(51)

    Οι χωρικοί καλλιεργούσαν με το σύστημα της εντριτείας, παραχωρούσαν δηλαδή στον αφεντότοπο το ένα τρίτο της παραγωγής. Το σύστημα αυτό ασκούσε πίεση πάνω στους καλλιεργητές και συχνά επεδίωξαν να απαλλαγούν από αυτό.

    Στο Κοινό των Χωρίων αλλά και σε κάθε χωρίο ξεχωριστά, δίπλα ή μαζί με τους κοινοτικούς άρχοντες, σημαντική θέση επιφυλάσσεται στους ιερείς. Σε έγγραφο του 1695 που απευθύνει στις κοινοτικές αρχές «των χωρίων ολονών της Αξίας» ο αντιπρόσωπος του καπουδάν πασά Μεεμέτ μπέης, «ονοματίζει» χωρίς να διακρίνει τους ιερείς και τους «επίλοιπους γέροντες των χωρίων … και εκείνους που επιτροπεύουσι εις πάσα χωριό». Ο Οθωμανός δεν ξεχωρίζει ιδιαίτερα κάποιον μεταξύ αυτών που αποτελούν τη διοίκηση των χωρίων. Στη διοίκηση των χωρίων διακρίνεται το συμβούλιο των γερόντων και οι επίτροποι που ασκούν τα άμεσα εξουσιαστικά καθήκοντα.(52)

    Η ιδιάζουσα θέση των ιερέων στα χωρία θα μπορούσε να εξηγηθεί από την αντίθεση προς τον καθολικό κλήρο και τον αφεντότοπο που ακολουθεί πιστά την εκκλησία της Ρώμης. Αλλά και επειδή για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν οι μόνοι που γνώριζαν γραφή και ανάγνωση και αρκετές φορές εκτελούσαν χρέη νοτάριου στην κοινωνική τους περιφέρεια. Βεβαίως και δασκάλου. Κάποιοι από αυτούς θα αποκτήσουν οικονομική οντότητα. Στα χωρία της Δρυμαλίας και ιδιαίτερα στ’ Απεράθου φαίνονται να είναι καλά εγκατεστημένοι. Έτσι, τον 17ο και 18ο αιώνα, συναντάμε στα Χωρία ιερείς να πρωτοστατούν στην απόπειρα των κοπιαστών καλλιεργητών να ανακτήσουν τα δικαιώματά τους στα εδάφη που καλλιεργούν και στους τόπους που κατοικούν.

    Οι ιερείς της Δρυμαλίας μοιάζουν περισσότερο με λαϊκούς παρά με κληρικούς. Δεν είναι λαϊκοί ηγέτες είναι εκπρόσωποι απεσταλμένοι των χωρικών της περιοχής τους και των Κοινών του Κοινού των Χωρίων στην Πύλη. Φαίνεται να γνωρίζουν αρκετά καλά τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται, συμπεριφέρονται και λειτουργούν οι Οθωμανοί αξιωματούχοι: ο παπάς πήγε στην Πόλη με ένα πλήθος χωριανών «δια να κινήση κρίσιν, επειδή συνηθισμένον εις τους Τούρκους το πλήθος αν δεν νικάται από τα άσπρα υπερισχύει εις τας απαιτήσεις του. Ο παπάς εμεταχειρίστηκε ακόμη ένα άλλο μέσον, υποσχόμενος ότι ήθελε πληρωθή εις το εξής το πέμπτον μέρος των εισοδημάτων, τα οποία ήθελεν παρθή από αυτά τα βουνά. Τέλος πάντων ήτο τόσον επιτήδειος ώστε οπού ενικούσεν. Αυτή ήτο μία πολλά αισθητική πληγή εις τους Λατίνους και εις μερικούς Ρωμαίους του Μπούργου, οι οποίοι είχον ομοίως μερικάς βοσκάς».(53)

     Τον Οκτώβρη 17 του 1714 οι ταλαίπωροι κακοδαιμονούντες αγρόται του χωριού Φιλώτι απέστειλαν στον  Οικουμενικό Πατριάρχη Κοσμά τον από Αλεξανδρείας ικετήρια επιστολή με δύο ιερείς, τον Γεώργιο Γρατσίαν και τον Νικόλαον Ψαρά, «ικετεύοντας να απαλλάξει το ναό τους, την Παναγία Φιλωτίτισσα, που οικοδομήθηκε από τον αυτοκράτορα Κομνηνό, από τον αφεντότοπο Χρύσανθο Μπαρότζη, στην οποία όριζε με μισθό ιερέα».(54)  

    1719 μαγίου 31, ζητήματα χωριανών απάνω εις τους τόπους. Οι αγρότες των χωριών Κουτζοχεράδου, Τζικαλαριού, Δαμαριώνος, Φιλωτείου, Μονής, Σιφώνων, Κωμιακής, Σαγκριών, Ποταμιάς, Μελάνων, Απεράθου σε επιστολή τους διαμαρτύρονται για τη συνέχιση του φεουδαλισμού. Για πρώτη φορά εμφανίζεται ως αίτημα η κατάργηση του δεργάτικου, δηλαδή η πληρωμή από τους κοπιαστές των επιστατών των αφεντότοπων που προστάτευαν τις καλλιέργειες από κλοπές ή και άλλες ζημίες που επέφεραν στην παραγωγή οι καλλιεργητές. Οι αφεντότοποι απήντησαν με επιστολή επίσης, «απόκρισι», στα ζητήματα που έθεταν οι χωριανοί. Ο Νικόλαος Πολίτης, ιερέας, Οικονόμος Δρυμαλίας, παππούς του Μάρκου Πολίτη, στάλθηκε από τους αγρότες στην Κωνσταντινούπολη ως εκπρόσωπός τους. Αλλά οι αγρότες του Δαμαριώνα δεν περίμεναν την «απόκρισι» της Υψηλής Πύλης και προέβησαν στην αποκοπή του καπριάτικου και με επιστολή τους στον αφεντότοπό του γνωστοποίησαν ότι «απέβαλον της κώμης τον κάπρον».(55)

     1777 Ιουλίου 13, οι προεστοί που είναι διορισμένοι εις την επιστασία της κοινότητας είναι υποχρεωμένοι να μετέρχονται όλα τα ενεργητικά και αναγκαία μέσα για να παιδεύονται οι φυλοτάραχοι και τολμηροί «που γυρεύουν να συγχίζουν και να ενοχλούν τω κοινώ καλόν». Βάρβαροι και αχρείοι ζευγάδες, περιχωρίται από το Γαλανάδο, το Γλινάδο και τον Τζίζαμο «εσηκώθησαν με τολμηρήν αποκωτίαν» για να αθετήσουν τις παλαιαίς συνήθειες που χρωστούσαν εξ αρχής στους αρχόντους και αφεντότοπους. Οι προεστώτες και άρχοντες του Κάστρου για να αποφύγουν κι άλλες παρόμοιες στο μέλλον ενέργειες απεφάσισαν: α) να σταματήσουν άμεσα τον «δανισμό των ζευγάδων Γαλανάδου, Γλινάδου και Τζιζάμου. β) να μην τους δανίσουν πλέον άσπρα αλλά να καλλιεργούν με τις παλαιαίς συνήθειες και γ) επειδή οι κοριφέοι και Αρχιγοί τιούτης τολμιράς απαναστάσεως να εστάθησαν οι ακόλουθοι εξ ανωμάτοι τουτέστιν ο Μηχάλις Καστελάνος, Νικόλας Μαγητός, Φραντζέσκος Καπινιάρις, Γιάννης Κουλαμπάς, Κωνσταντίς Καστελάνος και Φραγγούλις Κατζοφάς  δια τούτο με την συνηθισμένη τως φρόνεσιν αποφάσισαν ότι αν κάποιοι από τους Καστριανούς τους έχουν κουντουβερνάρηδες να τους βγάλουν και χωρίς ελπίδα να τους ξαναβάλουν κουντουβερνάρηδες εις κανένα καιρόν. Όλοι έχομε χρέος με κάθε προθυμία να προστατεύουμε την κοινότητά μας  κι αν κάποιος βρεθεί ενάντιος να ξέρει πως είναι «πεσμένος χωρίς άλλην ξεφανέρωσιν εις το φοβερόν επειτίμιον αφορεσμού». Εδώθη εις το αρχιερατικό μας Παλάτι 1777 Ιουλίου 13 Ιω. Βαπτιστής Κρύσπης Αρχιεπίσκοπος».(56) 

    Στην πραγματικότητα ο Αρχιεπίσκοπος Βαπτιστής Κρίσπης απειλεί τους κουντουβερνάρηδες στα Τζιτζαμολάγκαδα. Πρόκειται για χαρακτηριστικό παράδειγμα του ουσιαστικού ελέγχου που ήταν δυνατόν να ασκούν άνθρωποι, που μπορεί μεν να μην είχαν νόμιμη δικαιοδοσία, είχαν όμως την οικονομική άνεση και την ισχύ να επιβληθούν στους αγρότες, που δεν είχαν τίποτα από τα δύο. Στα τέλη του 18ου αι. δεν πρόκειται πλέον για άρνηση να εκτελέσουν οι κουντουβερνάρηδες αγγαρείες ή άλλες φεουδαλικού τύπου αβαρίες. Το καινούριο δεδομένο στις σχέσεις τους με τους κατόχους γης είναι ο δανεισμός και το χρέος: «να σταματήσουν άμεσα το δανισμό […] να μην τους δανίσουν πλέον άσπρα…». Αν και στις κοινωνίες των νησιών του Αιγαίου η παρουσία του ρευστού χρήματος είναι έμμεση και λανθάνουσα οι κουντουβερνάρηδες είναι χρεωμένοι στους Καστριανούς και οι προεστοί και επίτροποι της Καθολικής κοινότητας, οι δανειστές, τους απειλούν να πάρουν μέτρα αν δεν τηρήσουν τους όρους του δανεισμού. Το χρέος, το ιδιωτικό χρέος, στα νησιά «είναι πανταχού παρόν και αφηγείται διαφορετικές ιστορίες καταναγκασμών αλλά και αλληλεγγυοτήτων».(57) Είναι το νέο όπλο πειθαναγκασμού των αγροτών στα χέρια εκείνων που απολάμβαναν προσόδους επικαλούμενοι τις παλαιές συνήθειες. Η Νάξος, όπως και η γειτονική της Πάρος, τον 18ο αιώνα, γνωρίζει το δανεισμό και το χρέος.

     Εκτός όμως από τους ιερείς στο Κοινό των Χωρίων ξεχωρίζει μια ηγετική φυσιογνωμία, μια ισχυρή προσωπικότητα, που δεσπόζει και εκμεταλλεύεται τους καλλιεργητές. Φροντίζει να διατηρεί τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με τους Οθωμανούς αξιωματούχους στην Πύλη, ιδιαίτερα με τον καπουδάν πασά και τον δραγομάνο του στόλου. Μάλιστα ο τελευταίος δραγομάνος του στόλου Νικόλαος Μουρούζης, «με την επικύρωση του διορισμού στην ηγεσία των Χωρίων του Μανουήλ Τζαννετή, παραγγέλνει στους κατοίκους «ο ρηθείς (να) τιμάται παρά πάντων, έχων δια βίου το καγκελλαρικόν τούτο υπούργημα και καρπούμενος τα αρχαία προνόμια και τας συνήθεις προσόδους». (58)

     Οι κάτοικοι δεν ήταν απόλυτα ελεύθεροι να επιλέγουν την ηγεσία τους αν η επιλογή τους βρισκόταν σε ανοιχτή διαμάχη ή σε δυσμένεια με την οθωμανική διοικητική ή δημοσιονομική αρχή. Αν η κοινότητα επιλέξει πρόσωπο που δεν εγκρίνεται από την οθωμανική αρχή θα πληρώσει τις συνέπειες. Έτσι, όταν στα 1801 οι κάτοικοι των Χωρίων προσπαθούν να εκλέξουν στην κοινοτική ηγεσία το γιο του εξόριστου από τον καπουδάν πασά Μάρκου Πολίτη, τον Μιχαλάκη Μαρκοπολίτη, ο δραγομάνος του στόλου Ιωάννης Καλλιμάχης θα τους επιστήσει την προσοχή: «Το να ζητάτε ρητώς δια προεστώτα τον υιόν του Μαρκάκη, γνωρίζοντες ότι όλοι οι περί τον Μαρκάκη είναι υπό την οργήν του πολυχρονίου πασά εφέντη μας, είναι ανοησία σας … Στοχασθήτε καλώς και παίρνοντας τα μέτρα σας παύσετε από τα τοιαύτα κινήματά σας, διότι αυτό … λογίζεται καθαρόν ζορμπαλίκιν, το οποίον θέλει σας φέρει εις παντελή αφανισμόν».(59)

    Ο Μιχαλάκης Μαρκοπολίτης με τη συγκατάθεση των Τούρκων αξιωματούχων θα επανακτήσει τόσο την οικογενειακή περιουσία όσο και τη θέση του στο Κοινό των Χωρίων.(60) Το 1822 εγκαθιδρύεται ο Οργανισμός των Ελληνικών Επαρχιών από την Επαναστατική Κυβέρνηση. Ο Μαρκοπολίτης τον Μάϊο του 1822 με επιστολή του στο μινιστέριο των Εσωτερικών ζητά να διαιρεθεί το νησί σε δύο επαρχίες «αυτή των «Χωρίων» και αυτή της «Χώρας», με ξεχωριστές αρχές και υπηρεσίες, με ξεχωριστά ταμεία και αποθήκες για τα δοσίματα, καθώς στα προεπαναστατικά χρόνια συνιστούσαν δύο διαφορετικές κοινότητες, αφετέρου, «να γνωρίσουσιν οι κύριοι αρμοσταί τον δούλον σας ως πρόσωπον του πολιτεύματος απάντων των χωρίων εν καιρώ του πολιτικού αυτών διοργανισμού». Ο Μιχαήλ Μαρκοπολίτης δεν διαφωνεί ούτε με την επανάσταση ούτε με το σύστημα των επαρχιών: αντίθετα χρησιμοποιεί το νέο διοικητικό και πολιτικό πλαίσιο των νησιών για να αναδιαπραγματευτεί τις παλαιές κοινοτικές εξουσίες και αρμοδιότητες που συγκέντρωνε η οικογένειά του στην ύπαιθρο της Νάξου, μια στρατηγική που τον φέρνει αντιμέτωπο τόσο με τη Διοίκηση της Επανάστασης όσο και με τους προκρίτους του νησιού του».(61) Θα εκλεγεί πληρεξούσιος στην Εθνική Συνέλευση και το 1828 και το 1830, εορτή του Ιωάννη Καποδίστρια, θα εκφωνήσει τον πανηγυρικό στη Μητρόπολη.  Τον πανηγυρικό θα εκφωνήσει και το 1832/33 στη Μητρόπολη με αφορμή την εγκατάσταση του Όθωνα ως Βασιλέα της Ελλάδας, τον οποίο θα χαρακτηρίσει απελευθερωτή της Ελλάδας.(62)

    Αυτή η επιχώρια ηγεσία συχνά οδήγησε τους κατοίκους των Χωρίων εναντίον των Καθολικών αφεντότοπων και σταδιακά κατάφεραν να βελτιώσουν την οικονομικοκοινωνική τους κατάσταση πετυχαίνοντας τον περιορισμό των φεουδαλικών δοσιμάτων και τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης. Μπορούσε, όμως, με τις δραστηριότητές της, η επιχώρια ηγεσία, να αποβεί επιζήμια για τους κατοίκους του Κοινού των Χωρίων. Αυτό συνέβη με τον Μαρκάκη Πολίτη, που αρέσκονταν να τρώγη κριθαρένιο ψωμί, πολύ μαύρο και επαινούσε την εξαιρετική του γεύση, μαζί με τους επιστάτες του, τους δεργάτες του.

    Στο τέλος του 18ου αιώνα, στα 1795, ο προύχοντας των Χωρίων Μαρκάκης Πολίτης,  υποχρέωσε τους συμπατριώτες του να καταβάλουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε, όπως ταξίδια, δωροδοκίες ισχυρών παραγόντων στην Πύλη προκειμένου να επικρατήσει του πολιτικού του αντιπάλου. Που σημαίνει ένα ποσό 40.000 γροσίων, σχεδόν τριπλάσιο από τη συνολική φορολογική επιβάρυνση του νησιού. Το ποσό αυτό καταλογίσθηκε και εισπράχθηκε από τις κοινότητες των χωριών που αποτελούσαν το Κοινό των χωρίων, με την έγκριση και υποστήριξη των οθωμανών κομματικών του φίλων και του δραγομάνου του στόλου Κωστάκη Χαντζερή, προφανώς λόγω του κινδύνου αναταραχής ώστε ο δραγουμάνος Κωστάκης Χαντζερής προστάζει «τους προεστώτας και επιτρόπους και όλους τους κατοικούντας εις τα χωρία της νήσου Ναξίας… σφοδρώς και αποφασιστικώς»  να καταβάλλουν τις κομματικές δαπάνες του Μαρκάκη Πολίτη «μετά πάσης ετοιμότητας όσα άσπρα ήθελε καθιερωθεί ο καθένας».(63)

     Όταν οι κομματικές δαπάνες ανάγονται στις τρέχουσες πολιτικές διαδικασίες η καταχώρησή τους στα έξοδα του Κοινού είναι αυτονόητη. Στον Αμόλοχο της Άνδρου ο προεστώς Γιαννούλης Δημητρίου αναφέρεται στα «έξοδα για να απολαύσει το πιτροπιλίκι», 1799, δηλαδή να απολαύσει το ταξίδι του στην Πύλη και «για δώρα στον αγά» που πραγματοποίησε για τον ίδιο σκοπό.(64)

      Τον 19ο αι. από «Γράμμα του προξενικού πράκτορος Nάξου Λαστίκ προς τη Γαλλική Πρεσβεία» μαθαίνουμε ότι  […] ένας Λαστίκ δε Bιγουρού, που η γυναίκα του είχε κληρονομήσει τόπους που ανήκαν στην οικογένεια Λορεντάνο, Aπεράθου, Xείμαρρο και Xάλαντρα, κρατούσε τα δικαιώματά του για πολλά χρόνια, κι αυτό προκάλεσε κάποιες διαμάχες στο Xωριό. Έτσι συνέβη τον Aπρίλιο του 1804. H Tουρκική διοίκηση επικύρωσε και πάλι τα δικαιώματα του Λαστίκ. Όταν ο τελευταίος βρισκόταν στο εξοχικό σπίτι του στ’ Aπεράθου, Aπεραθίτες κτύπησαν τις καμπάνες της Παναγίας, συγκεντρώθηκαν και βάδισαν εναντίον του σπιτιού του Mπαρόν δε Λαστίκ. Aρχηγοί ήταν δύο κακοποιοί, ονομαστοί στο χωριό, ο Mιχάλης Mπαρδάνης κι ο Mιχάλης Aναματερός. Aκούστηκαν πολλές βρισιές εναντίον της Γαλλίας και διακήρυξαν ότι ποτέ δεν θα εκτελέσουν τα διατάγματα του Kαπουδάν Πασά. O Λαστίκ ζητούσε από τους Tούρκους να συλλάβουν τους δύο Aπεραθίτες και να τους μεταφέρουν στη Kωνσταντινούπολη και να τους φυλακίσουν στο Mπάνιο.(65)

 

 

Σημειώσεις

 

1. Γράμμα του προξενικού πράκτορος Nάξου Λαστίκ προς τη Γαλλική Πρεσβεία, Kέντρον Διπλωματικών Aρχείων, Nάντ Γαλλίας, Πρεσβεία Kωνσταντινουπόλεως σειρά Δ ́, Nάξος αρ. 2. Βλ. Ben J. Slot, Ζωή και οικονομία στην ορεινή Νάξο, Φλέα 25, Γενάρης-Μάρτης 2010.

2. Μιχαήλ Ιακ. Μαρκόπολις, Δραματικόν επεισόδιον της Ναξιακής Ιστορίας, αυτοτελής έκδοση, εν Νάξω, εκ του τυπογραφείου της εφ. «Νάξος», 1893, αναδημοσίευση στο π. Αρχατός, 1, 1997. Περ. Γ. Ζερλέντης, Φεουδαλική πολιτεία εν τη νήσω Νάξω, εν Ερμουπόλει, 1925. Του ιδίου, Γράμματα των τελευταίων Φράγκων δουκών του Αιγαίου Πελάγους 1438-1565, εν Ερμουπόλει 1924. Του ιδίου, Ιωσήφ Νάκης Ιουδαίος δουξ του Αιγαίου Πελάγους 1566-1579, εν Ερμουπόλει, 1924. Του ιδίου, Το Σαντζάκ των νήσων Νάξου, Άνδρου, Πάρου, Σαντορήνης, Μήλου, Σύρας 1579-1621, εν Ερμουπόλει 1924. Του ιδίου, Ιστορικά σημειώματα εκ του βιβλίου των εν Νάξω Καπουκίνων 1649-1753, εν Ερμουπόλει, 1922. Νικ. Α. Κεφαλληνιάδης, Ο πύργος του Μαρκοπολίτη εις Ακαδήμους Νάξου και ο οίκος των Πολιτών (1643-1851), Επετηρίς της Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τόμ. ΣΤ’, 1967. Του ιδίου, Η Ιερά Μονή Παναγίας της Υψηλοτέρας εις Εγκαρές Νάξου, «Οι εκκλησίες της Νάξου και οι θρύλοι των», εφ. Κυκλαδικόν Φως, αναδημοσίευση π. Απεραθίτικα, 3 έτος VIII 1996.

3. Τι ακριβώς είναι η κοινότητα εκείνα τα χρόνια; Για το σύνολο των νησιών στο κεντρικό Αιγαίο συναντάμε την «universita», δηλαδή το σύνολο των κατοίκων, Λατίνων και μη. Στην Κύθνο του 1499 απαρτίζεται από τους «vassali, populi et cittadini» που παραβρίσκονται στην αλλαγή ηγεμόνα στο νησί. «Στην Βενετική Τήνο το σώμα αυτό αποτελούνταν από τους κατόχους φέουδων και τους «cittadini» αφενός και τους «contadini» αφετέρου. Οι δεύτεροι, έστω κι αν είχαν περιορισμένα δικαιώματα, συμμετείχαν στην εκλογή των «procuratori del comun», βλ. Ηλίας Κολοβός, Ραγιάδες και Φράγκοι στην Πύλη του Σουλτάνου. Η Κοινωνία της Άνδρου το `1564 και η οθωμανική κεντρική διοίκηση, Άγκυρα, Δελτίο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης, 2, Άνδρος 2004. «Η κοινοτική οργάνωση, συνεχίζει ο Ηλίας Κολοβός, έχει ταξινομηθεί από την ελληνική εθνική ιστοριογραφία στους παράγοντες «οργάνωσης του Γένους υπό τους Τούρκους και επιβίωσής του. […] Η ιστοριογραφική υπαγωγή της κοινοτικής οργάνωσης στην εθνική ιδεολογία συσκοτίζει το χαρακτήρα της ως συλλογικής οργάνωσης σε κοινωνικό επίπεδο, με ή χωρίς θεσμική μορφή, καθώς και τη λειτουργία της στη συλλογή της φορολογίας και την περιφερειακή διοίκηση. Με αυτό τον τρόπο προκύπτει μια αντιφατική εικόνα για τους «Έλληνες» ζιμήδες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η κοινοτική οργάνωση των οποίων υποτίθεται ότι λειτουργούσε ταυτόχρονα για το «εθνικό» τους συμφέρον, αλλά και για το συμφέρον του κράτους, εφόσον το τελευταίο χρησιμοποιούσε την κοινοτική οργάνωση ως μονάδα διακυβέρνησης. […] η εθνική ερμηνεία της κοινοτικής οργάνωσης συσκοτίζει τη μελέτη των τοπικών και χρονικών διαφοροποιήσεων στην ανάπτυξη της κοινοτικής οργάνωσης […]». Βλ. Ηλίας Κολοβός, Ραγιάδες και Φράγκοι, ό. π.

4. Περ. Γ. Ζερλέντης, Γράμματα των τελευταίων Φράγκων δουκών, ό. π.

5. Περ. Γ. Ζερλέντης, Φεουδαλική πολιτεία, ό. π.   

6.Ηλίας Κολοβός, Ραγιάδες και Φράγκοι, ό. π.

7. Μπεράτια «ονομαζόταν τα σουλτανικά έγγραφα που παραχωρούνταν σε ένα πρόσωπο για το διορισμό του σε αξίωμα, για την παραχώρηση σε αυτόν εισοδήματος, νομής ενός περιουσιακού στοιχείου, προνομίου ή φορολογικής ατέλειας», βλ. Ηλίας Κολοβός, ό. π.

8. Ηλίας Κολοβός, ό. π.

9. Ηλίας Κολοβός, ό. π  

10. Αντ. Φλ. Κατσουρός, Οι Τούρκοι της Νάξου, «Επετηρίς Εταιρείας Kυκλαδικών Μελετών», τόμος Θ’ 1971-1973, αναδημοσιεύτηκε στο π.  «Απεραθίτικα» 4 έτος Ι 1989.

11. Αντ. Φλ. Κατσουρός, Οι Τούρκοι της Νάξου, ό. π.

12. Κώστας Γ. Τσικνάκης, Η Νάξος επίκεντρο επαναστατικής δράσης κατά τον Τέταρτο Βενετοτουρκικό πόλεμο (1570-1571), «Το Δουκάτο του Αιγαίου. Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης (Νάξος-Αθήνα 2007)», επιστημονική επιμέλεια Ν. Γ. Μοσχονάς-Μ. Γ. Λίλυ Στυλιανούδη, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2009. Ζαχαρίας Η. Τσιρπανλής, Στη Ρόδο του 16ου-17ου αιώνος. Από τους Ιωαννίτες Ιππότες στους Οθωμανούς Τούρκους, Υπουργείο Πολιτισμού, Αρχαιολογικό και Ιστορικό Ίδρυμα Ρόδου, Ρόδος 2002.

13. Ι. Κ. Χασιώτης, Άγνωστη συνωμοτική κίνηση στις Κυκλάδες στα τέλη του 16ου αιώνα, «Ελληνικά» 22 (1969). Αναδημοσιεύτηκε στο π. «Απεραθίτικα» 4 έτος Ι 1989.

14. Περ. Γ. Ζερλέντης, Το σαντζάκ των νήσων, ό. π.,  του ιδίου Φεουδαλική Πολιτεία, ό. π.

15. Ben J Slot, Το Φράγκικο Αρχιπέλαγος, Φλέα 10, Απρίλης-Ιούνης 2006.

16. Σιφωνιού-Καράπα, Γ. Ροδολάκης, Λ. Αρτεμιάδη, Ο κώδικας του νοταρίου της Νάξου Ιωάννου Μηνιάτη 1680-1689 (ΓΑΚ, χφ 86), (ΕΚΕΙΕΔ 29-30, 1982 1983), Αθήνα 1990. Για τους αφεντότοπους βλ. Π. Γ. Ζερλέντης, Φεουδαλική Πολιτεία εν τη νήσω Νάξω, Ερμούπολις 1925. Του ιδίου, Γράμματα των τελευταίων Φράγκων δουκών του Αιγαίου Πελάγους, Ερμούπολις 1924. B. J. Slot, Archipelagus turbatus: Les Cyclades entre colonisation et occupation ottomane c. 1500-1718, τόμ. Α’-Β’, Leiden 1982. Του ιδίου, Ο τόπος του Φιλοτιού. Απόψεις σχετικά με την εκμετάλλευση της μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας στο δουκάτο της Νάξου πριν και μετά την τουρκική κατάκτηση,  «Ναξιακά. Επιθεώρηση της Ομοσπονδίας Ναξιακών Συλλόγων έτος Ι, τ. 4/5, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1985. Αναδημοσίευση από την ιταλική επιθεώρηση Rivista di Studi Bizantini e Slavi III, 1983. Του ιδίου, Φιλώτι. Φέουδα και πολιτεία, Φλέα, τ. 12, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2006. «[…] Σ’ ένα άρθρο μου, σχετικά με την περιπλοκότητα που συναντάμε στις μεγάλες κτήσεις στη Νάξο, στο χωριό Φιλώτι, έδειξα τους δεσμούς που είχαν διαμορφωθεί κάτω από τη φράγκικη κυριαρχία: η περιοχή, η οποία περιλαμβάνει δύο παλιά ορεινά βοσκοτόπια και χωράφια με αραβόσιτο και ανήκαν σε δυο φράγκικες οικογένειες, πέφτει στα χέρια ενός πλούσιου μετανάστη από την Κρήτη αρχές του 17ου αιώνα ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη μιας από τις οικογένειες αυτές. Αυτός και οι απόγονοι του διέθεταν χρήματα για ν’ αγοράσουν γη και να επεκτείνουν την κτήση τους δημιουργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο τη μεγαλύτερη ενιαία ιδιοκτησία στη Νάξο. Γι’ αυτό το περίπλοκο ζήτημα των ιδιοκτησιών γης υπάρχουν πολλά έγγραφα στα αρχεία της Νάξου και το θέμα έχει τεθεί ιστοριογραφικά σαν ένα τυπικό παράδειγμα της φεουδαρχίας στο Αρχιπέλαγος. Αυτό είναι λάθος: η προέλευση των κτήσεων της οικογένειας  Barozzi στο Φιλώτι κατά τον 17ο αιώνα είναι ιδιαίτερα περίπλοκη κι αποτελεί μοναδική περίπτωση. Για τους ιστορικούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η υπόθεση Φιλώτι παρουσιάζει ενδιαφέρον αφού μπορούν να έχουν στη διάθεσή τους και το οθωμανικό defter και τα έγγραφα του εγχώριου κτηματία.[…]», βλ. B. J. Slot, Το Φράγκικο Αρχιπέλαγος, Φλέα, τ. 10, Απρίλης- Ιούνης  2006. Αγλαΐα Κάσδαγλη, Land and marriage settlements in the Aegean: A case study of seventeenth-century Naxos, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών και Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, Βενετία 1999. Δημ. Ι. Πολέμης, Οι Αφεντότοποι της Άνδρου. Συμβολή εις την έρευναν των καταλοίπων των φεουδαλικών θεσμών εις τας νήσους κατά τον δέκατον έκτον αιώνα, «Πέταλον. Συλλογή ιστορικού υλικού περί της νήσου Άνδρου», Παράρτημα 2, Άνδρος 1995.

17. Ιωάν. Χατζάκης, Το Δίκαιο στη Λατινοκρατούμενη Νάξο (αρχές 13ου- τέλη 16ου αι.), Φλέα 47, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2015.

18. Σπ. Ι. Ασδραχάς, Το Ελληνικό Αρχιπέλαγος, Μια διάσπαρτη Πόλη, στο Σφυρόερας Βασίλης, Αβραμέα Άννα, Ασδραχάς Ι. Σπύρος, «Χάρτες και χαρτογράφοι του Αιγαίου Πελάγους», εκδ. Ολκός, Αθήνα 1985, πρόκειται για τη θεματική «η μεσογειακή πόλη στην ιστορία» στην οποία αφιέρωσε μία από τις συνεδρίες του το Διεθνές Συνέδριο Σπουδών που οργάνωσε το Istituto per I beni artistici, culturali e naturali della Regione Emilia – Romana, Bologna, τον Νοέμβριο του 1983.

19. Σπ. Ι. Ασδραχάς, Το Ελληνικό Αρχιπέλαγος, ό. π.

20. Αγλαΐα Κάσδαγλη, Η Ναξιώτικη κοινωνία στους νεότερους χρόνους (17ος-18ος αι.), «Αρμενίζοντας στο χρόνο», έκδ. Δήμου Νάξου, αναδημοσίευση στο Φλέα 60, Οκτώβρης-Δεκέμβρης 2018.

21. B. J. Slot, Archipelagus turbatus ό. π. Οι πειρατές επιθυμούν να εγκατασταθούν ήσυχα στα νησιά και ν’ αποκτήσουν περιουσία, παντρεύονται, αγοράζουν ακίνητα, συναλλάσσονται καθημερινά με τους ντόπιους. Για τις σχέσεις των νησιωτών κατοίκων με τους πειρατές βλ. Δημ. Δημητρόπουλος, Τα σπίτια, η θάλασσα και οι πειρατές: κάποιες σκέψεις για τη θέση των Κυκλαδίτικων οικισμών, Φλέα 39, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2013 και Νίκος Κεφαλληνιάδης, Πειρατεία, Κουρσάροι του Αιγαίου, Αθήνα 1984.   

22. Σπ. Ι. Ασδραχάς, Το Ελληνικό Αρχιπέλαγος, ό. π.

23. Σπ. Ι. Ασδραχάς, Το Ελληνικό Αρχιπέλαγος, ό. π. «[…] ο κώδων του καθολικού των Φράγκων εν Νάξω ην δώρον των πειρατών […]», βλ. Π. Γ. Ζερλέντης, Ιστορικά Σημειώματα ει του βιβλίου των εν Νάξω Καπουκίνων, 1649-1753, εν Ερμουπόλει, 1922

24. Σπ. Ι. Ασδραχάς, Το Ελληνικό Αρχιπέλαγος, ό. π.

25. Κωνσταντίνος Άμαντος, Οι προνομιακοί ορισμοί του Μουσουλμανισμού υπέρ των Χριστιανών, Ελληνικά, τόμ. Ένατος, Εν Αθήναις 1936. Δημ. Π. Πασχάλης, Προνόμια και διοίκησις των Κυκλάδων επί τουρκοκρατίας, ό. π.   Στ. Ήμελλος, Οι παραχωρηθέντες από τους Τούρκους στους Κυκλαδίτες προνομιακοί ορισμοί αυτοδιοικήσεως και η συμβολή των Ναξίων, Ναξιακά 5/43, 2002. Ευδοκία Δ. Σκληράκη, Οι προνομιακοί ορισμοί – «σουλτανικοί αχτναμέδες» - των ετών 1565, 1580, 1628/29, 1646 και η σημασία τους στην οργάνωση εκπαίδευσης στην τουρκοκρατούμενη Νάξο, «Νάξος. Αρμενίζοντας στο χρόνο», έκδοση Δήμου Νάξου. Θανάσης Κωτσάκης, Προνομιακοί ορισμοί (αχτναμέδες) στη Νάξο και στις Κυκλάδες κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, σ’ αυτό το τεύχος.

26. Γ. Δ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες της τουρκοκρατίας, Νέα Σύνορα Α,Α. Λιβάνη, 1982.  27. Δημ. Π. Πασχάλης, Προνόμια και διοίκησις των Κυκλάδων επί τουρκοκρατίας, ό. π.

28. Κωνστ. Αντ. Κατσουρός (επιμ.), Η «τύχη» του Μαρκάκη Πολίτη. Οι γιοί του Μαρκάκη Πολίτη, Μιχαήλ και Νικόλαος μαρτυρούν για το θάνατο του πατέρα τους και αιτούν να τους επιστραφεί η πατρική περιουσία. Ή πώς οι υπάρχουσες τοπικές βεντέτες εκφράζονται με διεθνή τρόπο, Φλέα 14, Απρίλης-Ιούνης 2007. Μιχάλης Κοκολάκης, Η «δικαίωση» του Μαρκάκη Πολίτη, Φλέα 17, Γενάρης-Μάρτης 2008.

29. Σεβαστή Λάζαρη, Κοινοτικοί άρχοντες Μυκόνου. Ελευθερία Ζέη, Οι άρχοντες του μακτού: προσεγγίσεις στη διαμόρφωση τοπικών «ελίτ» στο Αιγαίο. Δημ. Δημητρόπουλος, Πρόκριτοι ενός αγροτικού νησιού στα χρόνια των μεγάλων αναταραχών, Τα Ιστορικά, τόμ. 30, τεύχ. 59, 2013.

30. Αγλαΐα Κάσδαγλη, Η Ναξιώτικη κοινωνία, ό. π.

31. Γιώργος Δ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική, ό. π.

32. Ελένη Κούκου, Οι κοινοτικοί θεσμοί στις Κυκλάδες, ό. π.

33. Μεν. Τουρτόγλου, Η συμβολή των νησιωτικών κοινοτήτων του Αιγαίου στην επιβίωση των Ελλήνων κατά την τουρκοκρατία και στη διατήρηση του εθνικού τους φρονήματος, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, Τ. 81 (2006), τεύχ. Ι’.

34. Φλώρος Εμμ. Κατσουρός, Γράμμα Συμφωνητικόν των τριών Κοινών της νήσου Νάξου, Νησιωτική Επετηρίς, υπό Περικλέους Ζερλέντου και Φλώρου Εμμ. Κατσουρού, έτος πρώτον, Ιανουαρίου-Ιουνίου, εν Ερμουπόλει Σύρου 1918.

35. Γιώργος Δ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική, ό. π.

36. Γιώργος Δ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική, ό. π.

37. Στο ίδιο.

38. Περ. Γ. Ζερλέντης, Φεουδαλική Πολιτεία, ό. π. και Γιώργος Δ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική, ό. π.

39. Νίκος Ανδρ. Κεφαλληνιάδης, Ο πύργος του Μαρκοπολίτη, ό. π.

40. Περ. Γ. Ζερλέντης, Φεουδαλική Πολιτεία, ό. π. και Ιστορικά σημειώματα, ό. π.

41. B. J. Slot, Archipelagus turbatus, ό. π.

42. βλ. Περ. Γ. Ζερλέντης, Ιωσήφ Νάκης, ό. π.

43. Ελένη Κούκου, Αι διομολογήσεις και η Γαλλική Προστασία εις την Ανατολήν, 1535-1789, Αθήνα, 1967. Αθανάσιος Κωτσάκης, Η Γαλλική παρουσία στη Νάξο, Φλέα 44, Οκτώβρης-Δεκέμβρης 2014.

44. B. J. Slot, Archipelagus turbatus, ό. π.

45. Αγλαΐα Κάσδαγλη, Φτωχοί και πλούσιοι στη Νάξο, ό. π.

46. Αγλαΐα Κάσδαγλη, Η Ναξιώτικη κοινωνία, ό. π.

47. Στο ίδιο, «Από τα τέλη του 17ου αιώνα, ήδη, υπάρχουν σημεία που δείχνουν τη γένεση μιας νέας κοινωνικής ομάδας. Μέσα από τους κόλπους της μεσαίας τάξης των αυτοδημιούργητων ανθρώπων της πόλης, προβάλλει μια νέα εμπορική τάξη, στην οποία κυριαρχούν οι Έλληνες. Τους βλέπουμε να βάζουν τα κεφάλαια σε εμπορικές επιχειρήσεις, θαλάσσιες ή χερσαίες. Να δανείζουν συστηματικά μεγάλα ή μικρότερα χρηματικά ποσά. Να δίνουν προίκες στα παιδιά τους στις οποίες τα μετρητά παίζουν μεγάλο ρόλο (πράγμα που σπάνια συνέβαινε με τις προίκες των παλαιών μεγαλογαιοκτημόνων). Παράδειγμα τέτοιου νέου τύπου ανθρώπου αποτελεί ο μισέρ Γεωργάκης Αγκονάτης, […]. Άλλο παράδειγμα είναι ο μισέρ Νικολός Σιγάλας, που έκανε τουλάχιστον έξι αγορές γης μεταξύ 1685 και 1699. Ή οι τέσσερις αδελφοί Σκλαβούνοι, γιοι ενός τεχνίτη που πέθανε αφήνοντας πολύ μέτρια περιουσία. Εμφανίζονται επί σειρά ετών, με πλήθος δραστηριότητες, ως έμποροι (ο ένας μάλιστα εμπορεύεται σκλάβους), μεσάζοντες, καραβοκύρηδες, μάρτυρες σε νομικές πράξεις άλλων, αγοραστές γης, δανειστές. Είναι σαφές ότι ο σταδιακός πολλαπλασιασμός αυτής της ανερχόμενης μεσαίας τάξης, με τον καιρό, συνετέλεσε στο μετασχηματισμό της οικονομικής βάσης και στην αλλαγή στις δομές της ναξιώτικης κοινωνίας, αλλαγές όμως που ολοκληρώθηκαν και έγιναν φανερές μετά την περίοδο που μας απασχολεί, ανοίγοντας το δρόμο στη σχετικά νεωτεριστική κοινωνία του ελεύθερου ελληνικού κράτους».

48. Γιώργος Δ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική, ό. π.

49. Περ. Γ. Ζερλέντης, Διαμάχη εν Νάξω Καστρινών και Νεοχωριτών, Παρνασσός, τόμ. ΙΙ, 1888, αναδημοσίευση π. Αρχατός, 1, 1997

50. Ben J. Slot, Ζωή και οικονομία στην ορεινή Νάξο, ό. π.         

51. Γ. Δ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική ό. π.

52. Περ. Γ. Ζερλέντης, Φεουδαλική Πολιτεία ό. π., του ιδίου Ιστορικά σημειώματα, ό. π. 

53. Περ. Γ. Ζερλέντης- Φλ. Εμ. Κατσουρός, Νησιωτική Επετηρίς, έτος πρώτον, Ιανουαρίου Ιουνίου, εν Ερμουπόλει, 1918.

54. Περ. Γ. Ζερλέντης, Φεουδαλική Πολιτεία ό. π. Νικ. Α. Κεφαλληνιάδης, Ο πύργος του Μαρκοπολίτη, ό. π.

55. Σπ. Ι. Ασδραχάς, Το Ελληνικό Αρχιπέλαγος, ό. π.

56. Σπ. Ι. Ασδραχάς, Τα Νησιά, «Οικονομία και Νοοτροπίες», Ερμής 1988.

57. Γ. Δ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική, ό. π., όπου και σχετική βιβλιογραφία.

58. Στο ίδιο.

59. Κωνστ. Αντ. Κατσουρός (επιμ.), Η «τύχη» του Μαρκάκη Πολίτη, ό. π. Μιχάλης Κοκολάκης, Η «δικαίωση» του Μαρκάκη Πολίτη, ό. π.

60. Ελευθερία Ζέη, Οι Κυκλάδες στην Επανάσταση του 1821, «η Eποχή των βιβλίων», Επιμέλεια Κώστας Αθανασίου, Μανώλης Πιμπλής, τεύχος 13, 6/7 Μαρτίου 2021

61. Ben J. Slot, Ταραχές στη Νάξο την εποχή του Καποδίστρια, Φλέα 17, Ιανουάριος-Μάρτιος 2008

62. Γ. Δ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική, ό. π.

63. Στο ίδιο.

64. Γ. Δ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική, ό. π., όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

65. Ben J. Slot, Ζωή και οικονομία, ό. π. Το 1773 μαρτυρείται ο Μιχέλης Αναματερός σε επιγραφή στη μαρμάρινη βρύση στη θέση «Χελιδόνα», σε μικρή απόσταση από τη Μονή του Φωτοδότη. Στο κέντρο της αναγράφεται: Μαρκάκις Πολίτις 1773, Κοστάζος προτομάστορας, μιχελίς αναματερός, Νικόλας dοτας. Η βρύση της «Χελιδόνας» δεν υπάρχει πλέον. Καταστράφηκε. Την διέσωσε σε σκίτσο ο Νίκος Σφυρόερας. Δεν είναι βέβαιο αν ο «μιχέλης» και ο «Μιχάλης» Αναματερός είναι το ίδιο πρόσωπο, βλ. Νικ. Ανδρ. Κεφαλληνιάδης, Ο πύργος του Μαρκοπολίτη, ό. π.